Η νέα κρίση στο Ισραήλ και οι άγριες συγκρούσεις με τους Παλαιστινίους υπενθύμισαν ότι αυτές οι διενέξεις στην περιοχή, με βαθύ ιστορικό υπόβαθρο, υπέρμετρη πολιτισμική φόρτιση και υπαρξιακό γεωπολιτικό διακύβευμα, απλά δεν έχουν ημερομηνία λήξης. Όπως μου έλεγε ο γεωστρατηγικός αναλυτής και φίλος Θανάσης Δρούγος, «υπάρχουν πόλεμο που δεν τελειώνουν ποτέ και εχθροί που δεν νικιούνται».
Είναι δύσκολο να εκτιμήσει κάποιος πως θα μπορούσε να διευθετηθεί η ισραηλινο – παλαιστινιακή αντιπαράθεση από τη στιγμή που η διεύρυνση της απήχησης της σκληροπυρηνικής Χαμάς συρρικνώνει αν δεν εξαλείφει την όποια επιρροή των κατ΄ ευφημισμών πιο «μετριοπαθών δυνάμεων, ήτοι της Φατάχ στη Δυτική Όχθη. Εξάλλου, η αναβολή (ή και ματαίωση) των εκλογών βόλεψε την Φατάχ η οποία απ’ ό,τι φαίνεται θα υφίστατο μεγάλη ήττα στις κάλπες η οποία θα οδηγούσε και σε θεσμική επικράτηση της Χαμάς με εκλογική βούλα.
Η προοπτική λύσης δύο κρατών απομακρύνεται καθώς το μεγαλύτερο μέρος του ισραηλινού πολιτικού συστήματος δεν το συζητά πλέον, διότι αντιλαμβάνεται ότι θα πρόκειται για τη δημιουργία ενός σκληρού ισλαμιστικού κράτους, το οποίο πέραν της εγγενούς εχθρότητας που θα έχει προς το Ισραήλ θα εργαλειοποείται κατά κόρον και από τρίτους. Το Ισραήλ θα συνόρευε με πολλούς περισσότερους από τους Παλαιστινίους.
Ισραηλινοί αξιωματούχοι λένε εδώ και πολύ καιρό ότι έτσι όπως έχει εξελιχθεί η κατάσταση, προϋπόθεση για μία ρεαλιστική συζήτηση περί δύο κρατών είναι η απο- ριζοσπαστικοποίηση της παλαιστινιακής κοινωνίας, κάτι που με τη σειρά του θα προϋπέθετε μία μακρά περίοδο νέας «εκπαίδευσης» και Παιδείας, ώστε η επόμενη γενιά Παλαιστινίων να είναι αποφορτισμένη για να καταστεί δυνατή μια διαπραγμάτευση που θα δρομολογήσει μεσοπρόθεσμα λύση.
Αυτό, πλέον, είναι μάλλον αδύνατον, αν και στην πραγματικότητα πάντα ήταν. Αυτό που έχει επιπλέον ενδιαφέρον και αφορά πιο άμεσα και εμάς είναι ότι η κρίση ώθησε τον Ερντογάν όχι απλά να πάρει αμέσως θέση υπέρ των Παλαιστινίων, αυτονόητο και αναμενόμενο, αλλά να υιοθετήσει την γνωστή σκληρή, ακραία, στην ουσία τζιχαντιστική, αντι-ισραηλινή, ρητορεία, χύνοντας την καρδάρα της υποτιθέμενης προσπάθειας επαναπροσέγγισης με την οποία επιχειρεί να διεμβολίσει τη συνεργασία της Ελλάδας με τον Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Το σκληρό (και ειλικρινές) ισλαμικό πρόσωπο του Ερντογάν, το οποίο εκδηλώθηκε ακαριαία δίχως καμία διάθεση τήρησης έστω προσχηματικών ισορροπιών ώστε να μην φουντάρει παντελώς τη σκηνοθεσία της επαναπροσέγγισης, επιβεβαίωσε στους Ισραηλινούς ποιον έχουν απέναντί τους. Και βέβαια δεν είναι μόνο οι Ισραηλινοί που αντιλαμβάνονται.
Οι Αιγύπτιοι και συγκεκριμένα η κυβέρνηση Σίσι, κατανοούν απολύτως ότι πίσω από τη φανατική υποστήριξη Ερντογάν προς τη Χαμάς υπάρχει ακριβώς το ίδιο μοτίβο υποστήριξης προς τους Αδελφούς Μουσουλμάνους του οποίους χρησιμοποιεί για την αποσταθεροποίηση της αιγυπτιακή κυβέρνηση.
Το «καλό» της υπόθεσης είναι ότι ο Ερντογάν, επειδή είναι γνήσιος, φανατικός ισλαμιστής, δεν μπορεί και ούτε θέλει πολιτικά να ελέγξει τη τζιχαντιστική ροπή του, ακριβώς διότι αφενός το πιστεύει, αφετέρου είναι ο πυρήνας του γεωπολιτικού του σχεδιασμού. Αυτό, αντικειμενικά, αφήνει πολλά περιθώρια χειρισμών στην ελληνική πλευρά προς όλους του άμεσα και έμμεσα εμπλεκομένους και ο νοών νοείτο.