Την πλήρη απαλλαγή από το όριο 30% των e-αποδείξεων για περισσότερους φορολογούμενους με μείωση του ορίου ηλικίας από 70 έτη στα 65 και χαμηλότερα είναι μια από τις παρεμβάσεις που ανακοίνωσε το υπουργείο Οικονομικών. Η νέα τροπολογία που κατατέθηκε στη Βουλή με σημαντικές φοροελαφρύνσεις για εργαζομένους και επιχιειρήσεις περιελάμβανε και τις ηλεκτρονικές αποδείξεις.
Για τις ηλεκτρονικές αποδείξεις το σχέδιο που θα βρεθεί στο τραπέζι στο πλαίσιο της 10ης αξιολόγησης προβλέπει διεύρυνση του αριθμού των φορολογουμένων που εξαιρούνται από το μέτρο της κάλυψης του 30% του εισοδήματός τους με ηλεκτρονικές συναλλαγές.
Πιο συγκεκριμένα, το όριο ηλικίας των 70 ετών που θα πρέπει να έχει συμπληρώσει ένας φορολογούμενος για να εξαιρεθεί από το μέτρο των e-αποδείξεων θα διαμορφωθεί σε χαμηλότερα επίπεδα στα 65 έτη ή και πιο χαμηλά, ώστε να μην επιβαρυνθούν με το πέναλτι φόρου 22% οι φορολογούμενοι που δεν κατάφεραν λόγω των δύο lockdowns να καλύψουν το 30% του εισοδήματός τους με ηλεκτρονικές συναλλαγές.
Τι περιλαμβάνει η τροπολογία για τις ηλεκτρονικές αποδείξεις
Ειδικά για το φορολογικό έτος 2020, κατά παρέκκλιση της περ. β’ της παρ. 6 του άρθρου 15, εφαρμόζονται τα εξής: Το απαιτούμενο ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής ορίζεται σε ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία – συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα και μέχρι είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ δαπανών. Στον υπολογισμό του πραγματικού εισοδήματος δεν περιλαμβάνονται το ποσό της εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 43Α και το ποσό της διατροφής που δίδεται στον/στην διαζευγμένο/ η σύζυγο ή σε μέρος συμφώνου συμβίωσης ή εξαρτώμενο τέκνο, εφόσον καταβάλλεται με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής.
Στην περίπτωση που το δηλωθέν ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής υπολείπεται του απαιτούμενου ποσού δαπανών, ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή της κλίμακας της παρ. 1 προσαυξάνεται σύμφωνα με τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(i) Σε περίπτωση που το δηλωθέν ποσό με ηλεκτρονικές συναλλαγές είναι υψηλότερο του 20% του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα, ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή της κλίμακας της παρ. 1 προσαυξάνεται κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή έντεκα τοις εκατό (11%).
(ii) Σε περίπτωση που το δηλωθέν ποσό με ηλεκτρονικές συναλλαγές υπολείπεται του 20% του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα, ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή της κλίμακας της παρ. 1 προσαυξάνεται κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του είκοσι τοις εκατό (20%) του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα και του δηλωθέντος ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή είκοσι δύο τοις εκατό (22%) και, επιπροσθέτως, κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου ποσού δαπανών και του είκοσι τοις εκατό (20%) του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα, πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή έντεκα τοις εκατό (11%). Σε κάθε περίπτωση, η προσαύξηση του φόρου δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή είκοσι δύο τοις εκατό (22%).