Φτάσαμε στη Μεγάλη Τετάρτη που είναι μέσο της Μεγάλης Εβδομάδας, μετά τη Μεγάλη Δευτέρα και τη Μεγάλη Τρίτη που έχουν τους δικούς τους συμβολισμούς. Η Μεγάλη Τετάρτη είναι αφιερωμένη στην μετάνοια, την προδοσία ενώ σηματοδοτεί και την αρχή του τέλους για τον Ιησού με τον Μυστικό Δείπνο.
Τη Μεγάλη Τετάρτη, η Εκκλησία είναι ανοιχτή από το πρωί καθώς τελείται ο εσπερινός της Μεγάλης Τετάρτης και η Θεία Λειτουργία. Κατά την διάρκεια της σημερινής ημέρας αναφέρεται η μετάνοια και η μεταστροφή της πόρνης που άλειψε με μύρο τα πόδια του Ιησού, ο Μυστικός Δείπνος, δηλαδή η παράδοση της Θείας Ευχαριστίας, η προσευχή του Χριστού στο Όρος των Ελαίων και η προδοσία του Ιούδα.
Η μετάνοια της αμαρτωλής πόρνης: Πόρνη προσῆλθέ σοι μύρα σὺν δάκρυσι κατακενούσά σου ποσί, φιλάνθρωπε, καὶ δυσωδίας τῶν κακῶν λυτροῦται τῇ κελεύσει σου
Το περιστατικό με την αμαρτωλή πόρνη το διασώζουν με μικρές παραλλαγές και οι τέσσερις ευαγγελιστές. Ο Ματθαίος (26:6-13), ο Μάρκος (14:3-9) και ο Ιωάννης (12:1-8) ομιλούν για την ίδια γυναίκα, την Μαρία, την αδελφή του Λαζάρου, η οποία από ευγνωμοσύνη λόγω της ανάστασης του αδερφού της άλειψε τα πόδια του Ιησού με μύρο.
Όσον αφορά την τέταρτη παραλλαγή, είναι στο ευαγγέλιο του Λουκά όπου δεν αναφέρεται το όνομα της γυναίκας παρά μόνο ότι ήταν αμαρτωλή πόρνη. Προφανώς πρόκειται για ένα διαφορετικό περιστατικό, ίσως να είναι μία πόρνη που σώθηκε από λιθοβολισμό των Ιουδαίων λόγω παρέμβασης του Ιησού (Ιωάν.8:5).
Επίσης υπάρχει και μία άλλη εκδοχή, αυτή του Ιερού Χρυσόστομου που αναφέρει ότι τα πόδια του Ιησού άλειψαν δύο γυναίκες. Κατά την διάρκεια του Εσπερινού της Μεγάλης Τετάρτης διαβάζεται η περικοπή από το ευαγγέλιο του Ιωάννη, όμως το περιεχόμενο και η υμνολογία της ημέρας είναι εμπνευσμένη από την περικοπή του ευαγγελίου του Λουκά.
Σύμφωνα με το ευαγγέλιο του Ιωάννη, ο Ιησούς προσκλήθηκε σε δείπνο στο σπίτι του Σίμωνος που άνηκε στην τάξη των Φαρισαίων. Επίσης στην πόλη βρισκόταν μία πόρνη που μόλις έμαθε ότι ο Ιησούς ήρθε στην πόλη θέλησε να μάθει σε ποιο σπίτι ήταν προκειμένου να πάει για να τον συναντήσει.
Ενώ ο Ιησούς έτρωγε και συζητούσε με τους άλλους παραβρισκόμενους μπήκε ξαφνικά στο σπίτι η γυναίκα κρατώντας στα χέρια της αλαβάστρινο δοχείο γεμάτο με μύρο. Προχώρησε στο μέρος του Ιησού και αφού στάθηκε πίσω του, γονάτισε και άρχισε να κλαίει και να οδύρεται γοερά.
Η γυναίκα άνοιξε το δοχείο και άρχισε να ρίχνει μύρο και να πλένει τα πόδια του Ιησού ενώ ταυτόχρονα έπεφταν τα δάκρυα της που έτρεχαν σαν ποτάμι από τα μάτια της. Αφού άδειασε το δοχείο ξέπλεξε τα μαλλιά της και σκούπισε με αυτά τα πόδια του Ιησού ενώ τα φιλούσε αδιάκοπα.
Ο Φαρισαίος οικοδεσπότης απόρησε με τον Ιησού καθώς αναρωτήθηκε ότι από την στιγμή που ήταν προφήτης γιατί δεν εμπόδισε αυτή την γυναίκα που ήταν μια πόρνη. Τότε ο Ιησούς τον κοίταξε και του είπε: «Έχω να πω το εξής στις σκέψεις σου» και ο Σίμωνας του απάντησε: «Μίλα μου δάσκαλε».
Ο Ιησούς του είπε: «Κάποιος δάνεισε χρήματα σε δύο ανθρώπους. Στον πρώτο έδωσε πεντακόσια δηνάρια και στον δεύτερο πενήντα. Όταν έπρεπε να τα επιστρέψουν δεν είχαν χρήματα και ο δανειστής τους τα χάρισε. Ποιος από τους δύο θα χρωστάει μεγαλύτερη χάρη στον δανειστή;» και ο Σίμωνας απάντησε: «Αυτός που του χαρίστηκε το μεγαλύτερο ποσό».
Τότε ο Ιησούς του είπε: «Σωστά απάντησες. Για κοίταξε αυτή την γυναίκα. Εγώ μπήκα στο σπίτι σου και δεν μου έπλυνες τα πόδια με νερό, όμως εκείνη μου τα έπλυνε με τα δάκρυα της και τα σκούπισε με τα μαλλιά της. Χαιρετισμό δε μου έδωκες, όμως αυτή δε σταμάτησε στιγμή να μου φιλάει τα πόδια. Με λάδι δεν μου άλειψες το κεφάλι, όμως αυτή με πανάκριβο μύρο μου άλειψε τα πόδια. Δεν αξίζει να της πω: “σου συγχωρούνται οι τόσες πολλές αμαρτίες σου, διότι με αγάπησες τόσο πολύ;”».
Αμέσως ο Ιησούς γύρισε προς την γυναίκα και της είπε: «Σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου». Έπειτα όλοι οι παραβρισκόμενοι άρχισαν να διερωτώνται ποιος είναι αυτός που μπορεί να συγχωρέσει αμαρτίες και ο Χριστός γύρισε ξανά προς την γυναίκα και της είπε: «Η πίστη σου σε έσωσε, πήγαινε στο καλό».
Επιπροσθέτως είπε στην γυναίκα ότι η πράξη της θα αναφερθεί στο ευαγγέλιο που θα κηρυχτεί σε όλο τον κόσμο και αυτό θα αποτελεί ένα μνημόσυνο γι’ αυτήν.
Οι μαθητές του Ιησού θεώρησαν αυτή την πράξη σαν μεγάλη σπατάλη καθώς το μύρο ήταν ακριβό και αν το πουλούσαν θα κέρδιζαν χρήματα και θα τα έδιναν στους φτωχούς. Ο Ιησούς επέπληξε τους μαθητές του λέγοντας πως η γυναίκα του έκανε καλό με την πράξη της αφού τον ετοίμασε για την ταφή. Με την συγκεκριμένη φράση του προσπάθησε να αποτρέψει τον Ιούδα από την προδοσία αλλά ήταν μάταιο.
Επίσης τους θύμισε ότι μπορούν να βοηθήσουν τους φτωχούς καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής τους σε αντίθεση με εκείνον που θα τον έχουν για λίγο ακόμα.
Το Μυστήριο του Ευχελαίου: δεινόν η ραθυμία, μεγάλη η μετάνοια
Το απόγευμα της Μεγάλης Τετάρτης, τελείται στις Εκκλησίες το Μυστήριο του Μεγάλου Ευχελαίου, κατά τη διάρκεια του οποίου διαβάζονται επτά Ευαγγέλια και επτά Ευχές. Ευλογείται με αυτό το τρόπο το λάδι με το οποίο ο ιερέας «σταυρώνει» τους πιστούς στο μέτωπο, στο πηγούνι, στα μάγουλα και στις παλάμες, προσφέροντας έτσι τη χάρη και την ευλογία του Ιησού και του Αγίου Πνεύματος.
Το Ευχέλαιο θεωρείται ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες.
Τα εφτά Ευαγγέλια
Ευαγγέλιο Α’ Κατά Λουκά Άγιο Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο Ι'(10) 25-37
Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;
῾Υπολαβὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς ῾Ιεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε.
Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ελθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅτι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
Νεοελληνική Απόδοση – Ο καλός Σαμαρείτης
Και ιδού, κάποιος νομικός σηκώθηκε, για να τον πειράζει, λέγοντας: «Δάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω αιώνια ζωή;» Εκείνος είπε προς αυτόν: «Μέσα στο νόμο τι είναι γραμμένο; Πώς διαβάζεις;» Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: «Να αγαπήσεις Κύριο το Θεό σου με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου και με όλη την ισχύ σου και με όλη τη διάνοιά σου, και τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». Του είπε τότε: «Ορθά αποκρίθηκες. αυτό κάνε και θα ζήσεις».
Εκείνος, θέλοντας να δικαιώσει τον εαυτό του, είπε προς τον Ιησού: «Και ποιος είναι πλησίον μου;»
Έλαβε το λόγο ο Ιησούς και είπε: «Κάποιος άνθρωπος κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ και περιέπεσε σε ληστές, οι οποίοι και τον έγδυσαν και τον πλήγωσαν και έφυγαν, αφού τον άφησαν μισοπεθαμένο.
Κατά σύμπτωση, τότε, κάποιος ιερέας κατέβαινε στην οδό εκείνη, αλλά, όταν τον είδε, πέρασε απέναντι. Όμοια τότε κι ένας Λευίτης, όταν ήρθε στον τόπο εκείνο και είδε, πέρασε απέναντι. Κάποιος όμως Σαμαρείτης που οδοιπορούσε ήρθε προς αυτόν και, όταν τον είδε, τον σπλαχνίστηκε. Και αφού τον πλησίασε, περιέδεσε τα τραύματά του, χύνοντας πάνω τους λάδι και κρασί και, αφού τον ανέβασε πάνω στο δικό του ζώο, τον έφερε σε πανδοχείο και τον φρόντισε.
Και την αυριανή ημέρα έβγαλε και έδωσε δύο δηνάρια στον πανδοχέα και του είπε: Φρόντισέ τον, και ό,τι δαπανήσεις επιπλέον, εγώ, μόλις ξανάρθω, θα σου το αποδώσω. Ποιος από αυτούς τους τρεις νομίζεις ότι έχει γίνει πλησίον σ’ αυτόν που έπεσε μέσα στους ληστές;» Αυτός είπε: «Εκείνος που έκανε το έλεος σ’ αυτόν». Του είπε τότε ο Ιησούς: «Πήγαινε και κάνε κι εσύ ομοίως».
Ευαγγέλιο Β’ Κατά Λουκά Άγιο Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο ΙΘ'(19) 1-10
Καὶ εἰσελθὼν διήρχετο τὴν ῾Ιεριχώ· καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν πλούσιος, καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν ᾿Ιησοῦν τίς ἐστι, καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν. καὶ προδραμὼν ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι. καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον, ἀναβλέψας ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδεν αὐτὸν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν·
Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι. καὶ σπεύσας κατέβη, καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων. καὶ ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι.
σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον· ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν. εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς ᾿Αβραάμ ἐστιν. ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός.
Νεοελληνική Απόδοση – Ο Ιησούς και ο Ζακχαίος
Και αφού εισήλθε στην πόλη, ο Ιησούς περνούσε από την Ιεριχώ. Και ιδού ένας άντρας που τον καλούσαν με το όνομα Ζακχαίος. Και αυτός ήταν αρχιτελώνης και αυτός ήταν πλούσιος. Και ζητούσε να δει τον Ιησού, ποιος είναι, αλλά δεν μπορούσε από το πλήθος, γιατί στο ανάστημα ήταν μικρός. Και αφού έτρεξε μπροστά, ανέβηκε πάνω σε μια συκομουριά για να τον δει, επειδή έμελλε να περνά από εκείνη.
Και μόλις ήρθε στον τόπο εκείνο, ο Ιησούς σήκωσε το βλέμμα και είπε προς αυτόν: «Ζακχαίε, σπεύσε και κατέβα, γιατί σήμερα πρέπει να μείνω στον οίκο σου». Και έσπευσε και κατέβηκε και τον υποδέχτηκε χαίροντας.
Και όταν το είδαν, όλοι γόγγυζαν πολύ, λέγοντας: «Στην οικία αμαρτωλού άντρα εισήλθε, για να έχει κατάλυμα». Στάθηκε τότε ο Ζακχαίος και είπε προς τον Κύριο: «Ιδού, τα μισά των υπαρχόντων μου, Κύριε, τα δίνω στους φτωχούς, και αν κάποιον φορολόγησα κάτι παράνομα, το αποδίδω τετραπλάσια». Ο Ιησούς είπε τότε προς αυτόν: «Σήμερα έγινε σωτηρία στον οίκο τούτο, καθότι και αυτός είναι γιος του Αβραάμ. Γιατί ο Υιός του ανθρώπου ήρθε να ζητήσει και να σώσει το χαμένο».
Ευαγγέλιο Γ’ Κατά Ματθαίο Άγιο Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο Ι'(10) 1-1
Καὶ προσκαλεσάμενος τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν.
Οι δώδεκα απόστολοι Και αφού προσκάλεσε τους δώδεκα μαθητές του, τους έδωσε εξουσία στα ακάθαρτα πνεύματα, ώστε να τα βγάζουν, και να θεραπεύουν κάθε νόσο και κάθε αδυναμία.
Κατά Ματθαίο Άγιο Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο Ι'(10) 5-8
Τούτους τοὺς δώδεκα ἀπέστειλεν ὁ ᾿Ιησοῦς παραγγείλας αὐτοῖς λέγων· εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε καὶ εἰς πόλιν Σαμαρειτῶν μὴ εἰσέλθητε· πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου ᾿Ισραήλ. Πορευόμενοι δὲ κηρύσσετε λέγοντες ὅτι ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε.
Νεοελληνική Απόδοση
Τούτους τους δώδεκα απέστειλε ο Ιησούς και τους παράγγειλε λέγοντας: «Σε οδό εθνών μην πηγαίνετε και σε πόλη Σαμαρειτών μην εισέλθετε. Αλλά πορεύεστε μάλλον προς τα πρόβατα τα χαμένα του οίκου Ισραήλ.
Και καθώς πορεύεστε, να κηρύττετε λέγοντας: Έχει πλησιάσει η βασιλεία των ουρανών.
Ασθενείς θεραπεύετε, νεκρούς εγείρετε, λεπρούς καθαρίζετε, δαιμόνια βγάζετε. Δωρεάν λάβατε, δωρεάν δώστε.
Ευαγγέλιο Δ’ Κατά Ματθαίο Άγιο Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο Η'(8) 14-23
Καὶ ἐλθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν οἰκίαν Πέτρου εἶδε τὴν πενθερὰν αὐτοῦ βεβλημένην καὶ πυρέσσουσαν· καὶ ἥψατο τῆς χειρὸς αὐτῆς, καὶ ἀφῆκεν αὐτὴν ὁ πυρετὸς καὶ ἠγέρθη καὶ διηκόνει αὐτῷ. ᾿Οψίας δὲ γενομένης προσήνεγκαν αὐτῷ δαιμονιζομένους πολλούς, καὶ ἐξέβαλε τὰ πνεύματα λόγῳ καὶ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ἐθεράπευσεν, ὅπως πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ ῾Ησαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· αὐτὸς τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἔλαβε καὶ τὰς νόσους ἐβάστασεν.
᾿Ιδὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς πολλοὺς ὄχλους περὶ αὐτὸν ἐκέλευσεν ἀπελθεῖν εἰς τὸ πέραν. Καὶ προσελθὼν εἷς γραμματεὺς εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε, ἀκολουθήσω σοι ὅπου ἐὰν ἀπέρχῃ. καὶ λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ.
῞Ετερος δὲ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, ἐπίτρεψόν μοι πρῶτον ἀπελθεῖν καὶ θάψαι τὸν πατέρα μου. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀκολούθει μοι, καὶ ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς. Καὶ ἐμβάντι αὐτῷ εἰς τὸ πλοῖον ἠκολούθησαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.
Νεοελληνική Απόδοση
Και όταν ο Ιησούς ήρθε στην οικία του Πέτρου, είδε την πεθερά του πεσμένη στο κρεβάτι και με πυρετό.
Και τότε άγγιξε το χέρι της και την άφησε ο πυρετός, και σηκώθηκε και τον διακονούσε.
Όταν λοιπόν βράδιασε, έφεραν προς αυτόν πολλούς δαιμονισμένους. Και έβγαλε τα πνεύματα με το λόγο του και θεράπευσε όλους όσοι ήταν σε κακή κατάσταση, για να εκπληρωθεί αυτό που ειπώθηκε μέσω του προφήτη Ησαΐα, όταν έλεγε: Αυτός έλαβε τις ασθένειές μας και βάσταξε τις νόσους μας. Όταν λοιπόν ο Ιησούς είδε πλήθος γύρω του, διέταξε να πάνε αντίπερα στη λίμνη.
Τότε πλησίασε ένας γραμματέας και του είπε: «Δάσκαλε, θα σε ακολουθήσω όπου κι αν πηγαίνεις». Και ο Ιησούς του λέει: «Οι αλεπούδες έχουν φωλιές και τα πετεινά του ουρανού προσωρινές κατοικίες, αλλά ο Υιός του ανθρώπου δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του». Και άλλος από τους μαθητές του του είπε: «Κύριε, επίτρεψέ μου πρώτα να πάω και να θάψω τον πατέρα μου». Αλλά ο Ιησούς του λέει: «Ακολούθα με και άφησε τους νεκρούς να θάψουν τους δικούς τους νεκρούς».
Ευαγγέλιο Ε’ Κατά Ματθαίο Άγιο Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο ΚΕ'(25) 1-13
Τότε ὁμοιωθήσεται ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν δέκα παρθένοις, αἵτινες λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας αὐτῶν ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τοῦ νυμφίου. πέντε δὲ ἦσαν ἐξ αὐτῶν φρόνιμοι καὶ αἱ πέντε μωραί. αἵτινες μωραὶ λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας ἑαυτῶν οὐκ ἔλαβον μεθ᾿ ἑαυτῶν ἔλαιον· αἱ δὲ φρόνιμοι ἔλαβον ἔλαιον ἐν τοῖς ἀγγείοις αὐτῶν μετὰ τῶν λαμπάδων αὐτῶν. χρονίζοντος δὲ τοῦ νυμφίου ἐνύσταξαν πᾶσαι καὶ ἐκάθευδον. μέσης δὲ νυκτὸς κραυγὴ γέγονεν· ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται, ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ. τότε ἠγέρθησαν πᾶσαι αἱ παρθένοι ἐκεῖναι καὶ ἐκόσμησαν τὰς λαμπάδας αὐτῶν.
αἱ δὲ μωραὶ ταῖς φρονίμοις εἶπον· δότε ἡμῖν ἐκ τοῦ ἐλαίου ὑμῶν, ὅτι αἱ λαμπάδες ἡμῶν σβέννυνται. ἀπεκρίθησαν δὲ αἱ φρόνιμοι λέγουσαι· μήποτε οὐκ ἀρκέσει ἡμῖν καὶ ὑμῖν· πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράσατε ἑαυταῖς.
ἀπερχομένων δὲ αὐτῶν ἀγοράσαι ἦλθεν ὁ νυμφίος καὶ αἱ ἕτοιμοι εἰσῆλθον μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τοὺς γάμους, καὶ ἐκλείσθη ἡ θύρα. ὕστερον δὲ ἔρχονται καὶ αἱ λοιπαὶ παρθένοι λέγουσαι· κύριε κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς. γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται.
Νεοελληνική Απόδοση – παραβολή των Δέκα Παρθένων
«Τότε θα ομοιωθεί η βασιλεία των ουρανών με δέκα παρθένες που, αφού έλαβαν τις δικές τους λαμπάδες, εξήλθαν σε προϋπάντηση του νυμφίου. Πέντε λοιπόν από αυτές ήταν μωρές και πέντε φρόνιμες. Γιατί οι μωρές, ενώ έλαβαν τις λαμπάδες τους, δεν έλαβαν μαζί τους λάδι. Οι φρόνιμες, όμως, έλαβαν λάδι μέσα στα αγγεία μαζί με τις δικές τους λαμπάδες. Επειδή λοιπόν αργούσε ο νυμφίος, νύσταξαν όλες και κοιμούνταν. Αλλά στο μέσο της νύχτας έγινε μια κραυγή: Ιδού ο νυμφίος, εξέρχεστε προς συνάντησή του.
Τότε σηκώθηκαν όλες οι παρθένες εκείνες και κόσμησαν τις δικές τους λαμπάδες. Και οι μωρές είπαν στις φρόνιμες: Δώστε σ’ εμάς από το λάδι σας, γιατί οι λαμπάδες μας σβήνουν. Αποκρίθηκαν τότε οι φρόνιμες λέγοντας: Όχι, μήπως δεν αρκέσει για μας και για σας.
Πηγαίνετε μάλλον προς αυτούς που πουλούν και αγοράστε για τους εαυτούς σας. Ενώ όμως αυτές έφευγαν, για να αγοράσουν, ήρθε ο νυμφίος, και οι έτοιμες εισήλθαν μαζί του στους γάμους και κλείστηκε η θύρα.
Ύστερα, λοιπόν, έρχονται και οι υπόλοιπες παρθένες λέγοντας: Κύριε, κύριε, άνοιξέ μας. Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: Αλήθεια σας λέω, δεν σας ξέρω. Αγρυπνείτε, λοιπόν, γιατί δεν ξέρετε την ημέρα ούτε την ώρα».
Ευαγγέλιο ΣΤ’ Κατά Ματθαίο Άγιο Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο ΙΕ'(15) 21-28
Καὶ ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος.
καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγαζεν αὐτῷ λέγουσα· ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυῒδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου ᾿Ισραήλ.
ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. ἡ δὲ εἶπε· ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. τότε ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης.
Νεοελληνική Απόδοση – Η πίστη της Χαναναίας
Και αφού ο Ιησούς εξήλθε από εκεί, αναχώρησε για τα μέρη της Τύρου και της Σιδώνας.
Και ιδού, μια γυναίκα Χαναναία από τα όρια εκείνα εξήλθε και έκραζε λέγοντας: «Ελέησέ με, Κύριε, γιε του Δαβίδ. Η θυγατέρα μου υποφέρει βαριά από δαιμόνιο». Εκείνος δεν της αποκρίθηκε λέξη. Τότε πλησίασαν οι μαθητές του και τον παρακαλούσαν λέγοντας: «Διώξε την, γιατί κράζει από πίσω μας».
Αυτός αποκρίθηκε και είπε: «Δεν αποστάλθηκα παρά μόνο στα πρόβατα τα χαμένα του οίκου Ισραήλ». Εκείνη ήρθε και τον προσκυνούσε λέγοντας: «Κύριε, βοήθα με». Αυτός αποκρίθηκε και είπε: «Δεν είναι καλό να λάβει κανείς τον άρτο των παιδιών και να τον ρίξει στα σκυλάκια».
Εκείνη είπε: «Ναι, Κύριε, γιατί και τα σκυλάκια τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους». Τότε ο Ιησούς αποκρίθηκε και της είπε: «Ω γυναίκα, μεγάλη η πίστη σου. ας γίνει σ’ εσένα όπως θέλεις». Και γιατρεύτηκε η θυγατέρα της από την ώρα εκείνη.
Ευαγγέλιο Ζ’ Κατά Ματθαίο Άγιο Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο Θ'(9) 9-13
Καὶ παράγων ὁ ῾Ιησοῦς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄνθρωπον καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον, Ματθαῖον λεγόμενον, καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι. καὶ ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ. Καὶ ἐγένετο αὐτοῦ ἀνακειμένου ἐν τῇ οἰκίᾳ, καὶ ἰδοὺ πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ ἐλθόντες συνανέκειντο τῷ ᾿Ιησοῦ καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ.
καὶ ἰδόντες οἱ Φαρισαῖοι εἶπον τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· διατί μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν; ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας εἶπεν αὐτοῖς· οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες. πορευθέντες δὲ μάθετε τί ἐστιν ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν. οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν.
Νεοελληνική Απόδοση – Η κλήση του Ματθαίου
Και προχωρώντας ο Ιησούς εκεί κοντά, είδε έναν άνθρωπο να κάθεται στο τελωνείο, που τον έλεγαν Ματθαίο, και του λέει: «Ακολούθα με». Και σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Και τότε ιδού, συνέβηκε, ενώ αυτός καθόταν, για να φάει μέσα στην οικία, να έρθουν πολλοί τελώνες και αμαρτωλοί και να καθίσουν, για να φάνε μαζί με τον Ιησού και τους μαθητές του.
Και όταν το είδαν οι Φαρισαίοι, έλεγαν στους μαθητές του: «Γιατί μαζί με τους τελώνες και τους αμαρτωλούς τρώει ο δάσκαλός σας;» Εκείνος, επειδή το άκουσε, είπε: «Δεν έχουν ανάγκη οι υγιείς από γιατρό, αλλά οι ασθενείς. Πηγαίνετε, λοιπόν, και μάθετε τι σημαίνει: Έλεος θέλω και όχι θυσία. Γιατί δεν ήρθα να καλέσω δίκαιους, αλλά αμαρτωλούς».