Μετά από 108 ημέρες παραμονής στη φυλακή η Μελέκ Ιπέκ αφέθηκε ελεύθερη, αφού αθωώθηκε για τη δολοφονία του συζύγου της τον περασμένο Ιανουάριο, που είχε πυροβολήσει και σκοτώσει στις 7 Ιανουρίου στην προσπάθειά της να αμυνθεί. Η 31χρονη Τουρκάλα είχε καταφέρει να αφοπλίσει τον βασανιστή και βιαστή της που είχε κινηθεί απειλητικά προς το μέρος τους με μια καραμπίνα, την οποία κατάφερε να του αποσπάσει και στη συνέχεια πυροβολώντας τον, τον σκότωσε. Μάλιστα, όπως ομολόγησε, τόσο η ίδια, όσο και τα παιδιά της δεχόντουσαν ενδοοικογενειακή βία εδώ και 12 χρόνια.
Αρχικά, οι διωκτικές Αρχές της Τουρκίας είχαν κρίνει πως η εν λόγω δολοφονία δεν έγινε στο πλαίσιο αυτοάμυνας και αποφάσισαν τη φυλάκισή της. Ο δικαστής απεφάνθη το αντίθετο και έτσι μετά από 108 ημέρες φυλακής αφέθηκε ελεύθερη.
Πρόκειται για μια ιστορική απόφαση για τη χώρα, καθώς τα ποσοστά της ενδοοικογενειακής και έμφυλης βίας κατά των γυναικών στην Τουρκία είναι πολύ υψηλά, την ίδια στιγμή που ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απέσυρε την Τουρκία από τη διεθνή σύμβαση για την αποτροπή και την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών, τέσσερις γυναίκες δολοφονήθηκαν από τους συντρόφους τους, με χιλιάδες γυναίκες να διαδηλώνουν στους δρόμους κατά της απόφασης αυτής.
Η Μελέκ Ιπέκ εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστή στο Ανώτατο Ποινικό Δικαστήριο της Αττάλειας, ενώ την ακρόαση παρακολούθησαν και οι συγγενείς του συζύγου-βασανιστή της, Ραμαζάν Ιπέκ, καθώς και πολλά μέλη οργανώσεων που όλο αυτό το διάστημα ζητούσαν την απελευθέρωσή της. Μόλις ο δικαστής ανακοίνωσε την απελευθέρωσή της λόγω αυτοάμυνας, η γυναίκα ξέσπασε σε κλάματα και τους ευχαρίστησε πριν «λυγίσει» εκ νέου όταν αντίκρισε τις δύο κόρες της.
Η κατάθεση της Μελέκ Ιπέκ στην αστυνομία
«Κατά τις 10:30, την ώρα που κοιμούνται τα παιδιά, ετοιμαζόμασταν να πάμε για ύπνο. Μπήκε στο δωμάτιο με την καραμπίνα η οποία είναι καταχωρημένη στο όνομά μου και συνήθως κρέμεται στον τοίχο του σαλονιού. Μου είπε «πρόκειται να σε σκοτώσω».
«Πες την τελευταία σου προσευχή», μου είπε και με σημάδεψε με το τουφέκι. Τον παρακαλούσα να μην μας σκοτώσει, να πάψει πια. Όταν συνειδητοποίησα ότι επρόκειτο να πυροβολήσει στ’ αλήθεια, πήγα μπροστά από τα παιδιά μου. Οι δύο κόρες μου έκλαιγαν αγκαλιασμένες.
Έσπρωξα το τουφέκι από τα χέρια του, στόχος μου ήταν να διώξω τα παιδιά μου από το δωμάτιο. Εν τω μεταξύ, αυτός πυροβόλησε κιόλας, η σφαίρα ευτυχώς βγήκε έξω από το παράθυρο. Ο άντρας μου μού έδειξε ξανά το τουφέκι και τον παρακάλεσα να μην πυροβολήσει ξανά. Αυτή τη φορά κατεύθυνε με το τουφέκι προς τα παιδιά μας. Με απείλησε ότι πρώτα θα με κάνει να δω τις κόρες μου νεκρές κι ύστερα θα σκότωνε κι εμένα.
Φοβόμουν πολύ, έτρεμα. Με χτύπησε στο κεφάλι και στο πρόσωπο με τη λαβή του όπλου. Με έσυρε από τα μαλλιά στο άλλο δωμάτιο και με χτύπησε με τα πόδια του και τα χέρια του κι εκεί, καθώς ήμουν πεσμένη κάτω. Πήρε το τηλέφωνο από την τσέπη μου και συνέχιζε να με βαράει στο πρόσωπο.
Μου είπε να κάνω ησυχία, αλλά εγώ ούρλιαζα μέχρι που με έσφιξε τόσο πολύ στον λαιμό που υποθέτω ότι έχασα τις αισθήσεις μου. Κατάλαβα πως με είχε βιάσει ενώ ήμουν αναίσθητη. Ο άντρας μου έκανε μπάνιο και καθάριζε τους τοίχους από ίχνη αίματος σαν να μην είχε συμβεί τίποτα απολύτως. Ύστερα, άρχισε πάλι τις απειλές, αυτή τη φορά με ένα μαχαίρι με ακουμπούσε κάτω από το στήθος μου, μια κάτω από τον αριστερό μαστό, μια κάτω από τον δεξιό. Μου είπε ότι αν με τρυπήσει σε αυτό το σημείο θα μου τρυπήσει την καρδιά, αλλά αν με χτυπήσει λίγο πιο χαμηλά θα υποφέρω περισσότερο.
Διέταξε τα παιδιά να μην φύγουν από το δωμάτιο. Δεν μπορούσα να δω τα κορίτσια ή να ακούσω τις φωνές τους. Μου έλυσε τα χέρια και μου είπε να κάνω μπάνιο. Άφησε την πόρτα ανοιχτή για να με παρακολουθεί. Έκανα μπάνιο, τυλίχτηκα με την πετσέτα και πήγα στο υπνοδωμάτιο. Ένιωσα ανακουφισμένη, γιατί πίστεψα ότι είχε βαρεθεί και ότι δεν θα με σκότωνε αυτή τη φορά. Όμως έβγαλε πάλι τις χειροπέδες. Προσπάθησα να αντισταθώ, όμως δεν τα κατάφερα. Με έπιασε και μου έβαλε ξανά τις χειροπέδες πολύ σφιχτά με τα χέρια πίσω. Ήθελε να ξαπλώσω και να κοιμηθώ γυμνή.
Μου είπε ότι θα με σκοτώσει το πρωί που έχει φως, όχι μες στο σκοτάδι της νύχτας. Μπορούσα να μυρίσω τον εμετό της κόρης μου από το δίπλα δωμάτιο και να ακούσω τα κλάματά τους. Ο πατέρας τους τους φώναζε να σταματήσουν για να μην τις σκοτώσει.
Του ζήτησα να αφαιρέσει τις χειροπέδες, αλλά το μόνο που έκανε ήταν να μου τις βάλει με τα χέρια μπροστά. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, γιατί φοβόμουν και κρύωνα. Το πρωί αυτός έφυγε για την πρωινή προσευχή και μου είπε να τον περιμένω γιατί όταν γύριζε θα τελείωνε την δουλειά που είχε αρχίσει. Η καραμπίνα βρισκόταν ακουμπισμένη στον τοίχο. Με δυσκολία σύρθηκα και την πήρα. Κατάφερα να το κρατήσω στα χέρια μου και τον περίμενα να γυρίσει με σκοπό να τον φοβίσω και να τον κάνω να σταματήσει. Όταν η πόρτα του δωματίου άνοιξε απότομα, εγώ στεκόμουν στην άκρη, τρόμαξα και το όπλο εκπυρσοκρότησε. Πρώτα, σκέφτηκα ότι μόλις είχα σκοτωθεί μόνη μου. Ύστερα, τον είδα νεκρό, πεσμένο κάτω, να αιμορραγεί.
Πήρα αμέσως τηλέφωνο για να ενημερώσω την αστυνομία ότι είχα μόλις πυροβολήσει τον άντρα μου. Η πόρτα χτύπησε, οι αστυνομικοί και το ασθενοφόρο ήρθε. Ο αστυνομικός έβγαλε τις χειροπέδες μου και ντύθηκα. Έχω μετανιώσει που αφαίρεσα μια ζωή, αλλά αν δεν το έκανα θα είχαν χαθεί τρεις: η δική μου και, κυρίως, των δύο μου παιδιών».