Όλα ξεκίνησαν ένα αυγουστιάτικο βράδυ σε ένα κυκλαδίτικο νησί. Η υγρασία είχε πέσει και οι αφυδατωμένη φύση έπινε το υφάλμυρο νέκταρ σταγόνα σταγόνα σαν αγιασμό. Έτσι, και δύο νέοι διψασμένοι από έρωτα, έπεσαν στην άμμο με πάθος και κυλίστηκαν, τα φιλιά διαδέχτηκαν το δάγκωμα, η γύμνια αποκαλύφθηκε, οι χυμοί τους ενώθηκαν και η κοινή τους ανάσα την ύψιστη στιγμής φώτισε ένα αστέρι. Μην γνωρίζοντας τι ακριβώς είχε συμβεί, έμειναν σιωπηλοί να ακούνε τη μελωδία του κύματος και να χαζεύουν τα αστέρια. Εκείνα ήξεραν το μυστικό, ότι εκείνο το βράδυ ένας μοναδικός σπόρος έδεσε και ξεκίνησε το μαγικό του ταξίδι.
Αυτός ο σπόρος κάθε μέρα κολυμπούσε ανέμελα δεμένος ασφαλώς στο υπέροχο λιμάνι του αμνιακού σάκου της Αθηναίας μητέρας του, «παίρνοντας» κλεφτές ματιές της εξωτερικής καθημερινής τρέλας της πόλης, με τις έντονες εναλλαγές φωτός να παίζουν σαν φωτορυθμικά και τα κορναρίσματα να χτυπάνε σαν bit, ολοκληρώνοντας έτσι μια επιτυχημένη disco. Μην έχοντας ακόμα τη δυνατότητα να αναπνεύσει και να δειπνήσει ευπρεπώς όπως θα κάνει σε 9 μήνες, η τροφοδοσία του είναι απόλυτα εμπιστευτική αποστολή της μανούλας του, μέσω του πλακούντα και του ομφάλιου λώρου, δύο συμπληρωματικών οργάνων που το καθένα έχει πολύ σημαντικό ρόλο.
Ο μεν πλακούντας (placenta στα λατινικά σημαίνει τούρτα) αντλεί από το αίμα τις θρεπτικές ουσίες και το οξυγόνο, ο δε ομφάλιος λώρος εκτελεί χρέη μεταφορέα. Την πρώτη φορά που θυμάται ο σπόρος το αίσθημα της χαράς, είναι όταν έφαγε τους πρώτους λουκουμάδες με μέλι και καρύδι. Ήταν κοντά στον 7ο μήνα που πλέον είχαν δημιουργηθεί οι αισθήσεις της γεύσης και της όσφρησης. Ενώ καθημερινά τρεφόταν από το υπόγλυκο υγρό του αμνιακού υγρού που περιείχε ίχνη της διατροφής της μητέρας του, εκείνη τη μέρα κάνοντας ένα περίπατο στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, της μύρισαν λουκουμάδες και σε λίγα λεπτά βρέθηκε να τους καταβροχθίζει λαίμαργα.
Ο μικρός σπόρος το εκτίμησε δεόντως, χορεύοντας και κάνοντας μπουνίτσες. Εξάλλου είναι αποδεδειγμένο και επιστημονικά ότι τα έμβρυα αγαπούν τα γλυκά γιατί τότε εκκρίνεται μια θαυματουργή ορμόνη για την οποία θα μιλήσουμε σε επόμενο άρθρο. Και γιατί έφαγε μπουκίτσα; «Lucma» στα αραβικά σημαίνει μπουκίτσα που γεμίζει το στόμα! Βέβαια λουκουμάδες θα βρούμε σε πολλές γωνιές του κόσμου σε διάφορες παραλλαγές. Η ιστορία του λουκουμά ξεκινάει στην αρχαία Ελλάδα που ονομαζόταν κέρματα με μέλι, ενώ ο Αριστοτέλης τους αναφέρει ως «χαρίσιοι πλάκοι, πλακούντες». Θεωρείται η πρώτη καταγεγραμμένη αρχαία συνταγή ζαχαροπλαστικής. Επίσης, στη βράβευση των Ολυμπιονικών μαζί με το στεφάνι προσέφεραν και λουκουμάδες.
Σε ένα μπολ βάζεις το αλεύρι, τη μαγιά, τη ζάχαρη και προσθέτεις το νερό σιγά σιγά ανακατεύεις με σύρμα και στη συνέχεια προσθέτεις το ξύδι. Όταν ομογενοποιηθεί το μίγμα το σκεπάζεις με πετσέτα και το αφήνεις να ξεκουραστεί για 15 λεπτά σε θερμοκρασία δωματίου. Βάζεις σε μια κατσαρόλα μπόλικο ηλιέλαιο και ανοίγεις τέρμα το «γκάζι». Η ζύμη σου είναι λίγο ρευστή οπότε πάρε ένα κουτάλι σούπας βρέξε το και πάρε μια μια μπουκίτσα και ρίξε τη στο καυτό λάδι. Ανακάτευε συνέχεια μέχρι να χρυσαφίσουν. Τους βγάζεις με τρυπητή κουτάλα σε χαρτί κουζίνας και γαρνίρεις με ανθόμελο, κανέλα και τριμμένο καρύδι. Απόλαυσε κάθε μπουκίτσα!