Η πανδημία εδώ και έναν χρόνο έχει αλλάξει τις ζωές μας. Οι εργαζόμενοι προσαρμόστηκαν σε νέους τρόπους εργασίας, όπως οι τηλεδιασκέψεις, τα ψώνια αντικαταστάθηκαν με το click away και τα δια ζώσης μαθήματα με την τηλεκπαίδευση. Την ίδια ώρα η ψηφιοποίηση εντατικοποιήθηκε, εκτινάσσοντας το ηλεκτρονικό εμπόριο, την διαδικτυακή διασκέδαση, την τηλεϊατρική και τις υπηρεσίες παραδόσεων.
Αυτός ο υπέρμετρος ενθουσιασμός είναι πράγματι εντυπωσιακός, η σκληρή αλήθεια όμως είναι ότι πολλές από αυτές τις αλλαγές δεν θα μπορέσουν να διατηρηθούν στην μετά-covid εποχή.
Όπως σημειώνει ο Economist, το 2021 θα είναι για τους διευθύνοντες συμβούλους ένα έτος απολογισμού, καθώς θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την κούραση από την καινοτομία στο εσωτερικό των επιχειρήσεων και ένα πολύπλοκο επιχειρηματικό περιβάλλον στο εξωτερικό. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι θα χρειαστεί να περάσει ένα μεγάλο μέρος της χρονιάς μέχρι να αρχίσουν να αποδίδουν αποτελεσματικά οι εμβολιασμοί. Οι ειδικοί, επίσης, δεν συμφωνούν ως προς το πόσο γρήγορη θα είναι η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας. Η Bridgewater, το μεγαλύτερο hedge fund του κόσμου, εκτιμά ότι η πανδημία θα κοστίσει στις επιχειρήσεις περίπου 20 τρισεκατομμύρια δολάρια σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αν οι επιχειρήσεις θέλουν να επιβιώσουν και αυτή τη δύσκολη χρονιά, η λογική των διοικήσεων θα πρέπει να μετακινηθεί από την καινοτομία στη μεταμόρφωση. Ειδικότερα, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν τρία γεωγραφικά διλήμματα για τα οποία δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις.
Πρώτον, πού θα πρέπει οι επιχειρήσεις να κατασκευάζουν τα προϊόντα τους; Οι επιχειρήσεις βρίσκονται αυτή την στιγμή στην πρώτη γραμμή πολιτικών μαχών που διεξάγονται γύρω από τους δασμούς, την τεχνολογία, την κλιματική αλλαγή και τις φυλετικές ανισότητες. Κατά ένα μέρος, αυτό αντικατοπτρίζει την αποτυχία των πολιτικών, που έχει φέρει τους εργαζόμενους και τους καταναλωτές στο σημείο να ζητούν να αναλάβουν ενεργό ρόλο τα αφεντικά των εταιρειών. Αποτυπώνει επίσης το γεγονός ότι οι εταιρείες είναι πλέον πιόνια σε ευρύτερες γεωπολιτικές μάχες – όπως σίγουρα μπορούν να επιβεβαιώσουν η Huawei, το TikTok, οι τεχνολογικοί κολοσσοί των ΗΠΑ ή οι Γάλλοι οινοπαραγωγοί, που βρίσκονται όλοι τους εμπλεκόμενοι σε εμπορικές, φορολογικές και τεχνολογικές αψιμαχίες μεταξύ ΗΠΑ, Κίνας και Ευρώπης.
Εν μέσω αυτού του διαρκώς εναλλασσόμενου και αβέβαιου ρυθμιστικού τοπίου, η αποπαγκοσμιοποίηση μοιάζει προφανής αντίδραση. Ωστόσο, ο Κέβιν Σνίντερ από την συμβουλευτική εταιρεία McKinsey αντιτείνει ότι δεν είναι απαραίτητο να ανταλλάξει κανείς την αποτελεσματικότητα των εφοδιαστικών αλυσίδων με την ανθεκτικότητα. Αυτό το “κόστος ανθεκτικότητας”, υποστηρίζει, μπορεί να αντιμετωπιστεί με καινοτομία, με νέους τρόπους να γίνονται τα πράγματα, κάτι που σημαίνει ότι οι επικεφαλής θα πρέπει να πάρουν κάποιες σκληρές αποφάσεις προκειμένου να τροποποιήσουν τις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες ώστε αυτές να γίνουν συντομότερες, ταχύτερες, εξυπνότερες και ασφαλέστερες.
Το δεύτερο γεωγραφικό δίλημμα είναι το εξής: πού θα θέλουν οι πελάτες να πραγματοποιούν τις αγορές τους; Η αύξηση του ηλεκτρονικού εμπορίου κατά τη διάρκεια της κρίσης έχει σαφέστατα ωφελήσει τα ηλεκτρονικά καταστήματα όπως το Amazon, αλλά μπορεί να επωφελούνται κι άλλες, λιγότερο προφανείς, επιχειρήσεις, όπως για παράδειγμα το Shopify στον Καναδά, που αποτελεί την διαδικτυακή διέξοδο μικρών επιχειρήσεων και επιτρέπει το βιώσιμο ηλεκτρονικό εμπόριο σε ακτίνα 40 χλμ από τον τόπο κατοικίας, κάτι που δεν υπήρχε παλιότερα.
Στις ΗΠΑ και την Βρετανία, που διαθέτουν ισχυρή ψηφιακή υποδομή αλλά λιγότερο αναπτυγμένο ηλεκτρονικό εμπόριο σε σύγκριση με την Κίνα, η μετάβαση προς το ηλεκτρονικό εμπόριο θα μπορούσε να είναι μόνιμη. Η εικόνα όμως διαφέρει σημαντικά κατά κλάδο και αγορά. Παρόλο που το 60% των Ιταλών ψώνισε διαδικτυακά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, μόνο το 10% βρήκε την εμπειρία ικανοποιητική. Σε πολλά σημεία της ηπειρωτικής Ευρώπης, όπου οι υποδομές για τις παραδόσεις εμπορευμάτων είναι ανεπαρκείς, οι καταναλωτές θα επιστρέψουν στα καταστήματα μετά την πανδημία.
Το πιο δύσκολο ερώτημα είναι το τελευταίο: Πού θα πρέπει να δουλεύουν οι εργαζόμενοι;
Η τηλεργασία, την οποία αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν οι επιχειρήσεις λόγω της πανδημίας, αποδείχθηκε δημοφιλής. Ο Τζόνας Πράισινγκ, επικεφαλής της Manpower, εταιρείας ανθρώπινου δυναμικού, δηλώνει ότι οι πελάτες του αναφέρουν μεγαλύτερη ικανοποίηση εκ μέρους των εργαζομένων και, αναπάντεχα, σημαντική παραγωγικότητα. Ταυτόχρονα, πολλοί διευθύνοντες σύμβουλοι συμφωνούν ότι αυτός ο τρόπος εργασίας μπορεί να οδηγήσει στη δυνατότητα εξ αποστάσεως προσλήψεων πολλών ταλαντούχων ανθρώπων που βρίσκονται μακριά.
Παρόλα αυτά, η τηλεργασία μπορεί να είναι δίκοπο μαχαίρι. Υπάρχει ο κίνδυνος να διογκώσει προβλήματα, όπως την τυραννική διοίκηση, την γραφειοκρατία και την αντίσταση σε νέες ιδέες. Πολλοί εργαζόμενοι που διαθέτουν ευνοϊκές συνθήκες για να δουλεύουν από το σπίτι ή έχουν μικρά παιδιά, δεν θα θέλουν να επιστρέψουν στο γραφείο. Αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί προβληματικό. Πολλά αφεντικά επικοινωνούν λιγότερο αποτελεσματικά μέσω διαδικτύου και η παρατεταμένη απουσία φυσικής επαφής ενισχύει τις κλίκες. Οι νεότεροι εργαζόμενοι ήδη νιώθουν την έλλειψη της κοινωνικοποίησης, αλλά και οι μεγαλύτεροι πιθανότατα σύντομα θα κουραστούν να κοιτάζουν οθόνες. Ακόμη και ένα στέλεχος τεχνολογικού κολοσσού που δημιουργεί λογισμικά εξ αποστάσεως συνεργασίας έχει επιθυμήσει τις συναντήσεις για παραγωγή ιδεών.
Οι επιχειρήσεις λοιπόν θα πρέπει να προετοιμαστούν για ένα υβριδικό μέλλον που θα περιλαμβάνει τηλεργασία, μικρότερα κεντρικά γραφεία και κέντρα συνεργασίας σε άλλες τοποθεσίες. Οι επικεφαλής θα πρέπει να προσαρμόσουν την διοικητική τους προσέγγιση και να δώσουν μεγαλύτερο βάρος στο ηθικό και την ικανοποίηση των εργαζομένων. Η τηλεργασία σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις θα πρέπει να είναι έτοιμες για πολύ σκληρότερο ανταγωνισμό προκειμένου να κερδίσουν και να κρατήσουν τους ταλαντούχους υπαλλήλους τους.