Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν έλεγε ότι «τα παραμύθια γράφονται για να κοιμούνται τα παιδιά, αλλά και να ξυπνάνε οι ενήλικες». Οι περισσότεροι τον θεωρούν τον μεγαλύτερο παραμυθά στην ιστορία, έστω κι αν υπάρχουν και σύγχρονοι κειμενογράφοι που έχουν σπουδαίο έργο, όπως η Τζ. Κ. Ρόουλινγκ. Να σημειώσουμε ότι εκδήλωση αφιερωμένη στον Άντερσεν είχε γίνει το 2019 στην Ελλάδα.
Ο Δανός Χανς Κρίστιαν Άντερσεν με το έργο του ταξίδεψε γενεές ανθρώπων στον μαγευτικό κόσμο της φαντασίας και του παραμυθιού. Προς τιμήν του, κάθε χρόνο στις 2 Απριλίου γιορτάζεται η Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου. Γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1805 στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Δανίας, Οντένσε.
Ο πατέρας του εργαζόταν ως τσαγκάρης αλλά τα χρήματα ήταν ελάχιστα για να μπρέσει να θρέψει την οικογένειά του. Έφυγε από τη ζωή όταν ο Κρίστιαν ήταν 11 ετών. Η απώλεια του πατέρα του τον σημάδεψε αφού ο άνθρωπος εκείνος ήταν που σε ηλικία 7 ετών τον είχε πάει στην πρώτη του θεατρική παράσταση.
Ήταν η όπερα του Αυστριακού συνθέτη Φέρντιναντ Κάουερ με τίτλο «Η Γοργόνα του Δούναβη» όπου ο Κρίστιαν αντίκρισε για πρώτη φορά μια από τις διασημότερες ηρωϊδες του, όπως αναφέρει η mixanitouxronou. ‘Οταν έφυγε από τη ζωή ο πατέρας του ο μικρός Κρίστιαν έφευγε και πήγαινε στο θέατρο τόσο συχνά, που τον έμαθαν όλοι οι εργαζόμενοι και γοητεύτηκαν από τον ενθουσιασμό του μικρού παιδιού.
Χανς Κρίστιαν Άντερσεν: Βασίστηκε στις διηγήσεις της γιαγιάς του για να φτιάξει τον κόσμο του
Ο παππούς του από τη μεριά του πατέρα του έπασχε από σοβαρή ψυχολογική ασθένεια, την οποία ο Άντερσεν πίστευε ότι είχε κληρονομήσει. Ο φανταστικός κόσμος του Άντερσεν βασίστηκε στις διηγήσεις της γιαγιάς του, πάλι από τη μεριά του πατέρα του, που υποστήριζε ότι η οικογένειά τους καταγόταν από το βασιλιά της Δανίας, Χριστιανό Η’.
Ο ισχυρισμός της δεν αποδείχτηκε ποτέ, αλλά ο νεαρός Άντερσεν παρηγορούνταν από την ιδέα της βασιλικής καταγωγής. Η μόρφωση του Άντερσεν ήταν εξαιρετικά επιφανειακή, σε σημείο που σε μεγάλη ηλικία και δεν ήξερε γραμματική και ορθογραφία. Όμως, διέθετε ευφυΐα και ευαισθησία που καλλιεργήθηκε από πολύ μικρή ηλικία. Επισκεπτόμενος κάποια στιγμή το θέατρο έφερε μαζί του μια ολόκληρη τραγωδία, που απήγγειλε δυνατά σε όποιον τύχαινε να σταθεί δίπλα του.
Παρακαλούσε τη μητέρα του να τον αφήσει να γίνει ηθοποιός και εκείνη δέχτηκε, αφού συμβουλεύτηκε ένα μέντιουμ που προέβλεψε ότι ο γιος της θα γινόταν μεγάλος και τρανός. Το 1819 εγκαταστάθηκε στην Κοπεγχάγη, όπου σκόπευε να ακολουθήσει καριέρα στο θέατρο ως τραγουδιστής, χορευτής και ηθοποιός. Αλλά οι απογοητεύσεις έρχονταν η μία μετά την άλλη.
Παρουσίασε μία δική του χορογραφία στη διάσημη μπαλαρίνα Άννα Σολ. Η εντύπωση που της έκανε ήταν τόσο αρνητική, που τον έδιωξε με τις κλωτσιές από το στούντιό της. Ο διευθυντής του βασιλικού θεάτρου τον συμβούλευσε να επιστρέψει στην Οντένσε και να ασχοληθεί με κάποια άλλη τέχνη, γιατί στο θέατρο δεν είχε μέλλον.
Ο Άντερσεν, ξεροκέφαλος και επίμονος, δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια και επισκέφτηκε απρόσκλητος τον διευθυντή της βασιλικής χορωδίας. Ο διευθυντής δειπνούσε με στενούς του φίλους και ο Άντερσεν, δίχως ντροπή και δισταγμό, άρχισε να τραγουδά και να απαγγέλλει Σέξπιρ μπροστά τους.
Ασχολήθηκε και με το κουκλοθέατρο
Άλλωστε στον ελεύθερό του χρόνο είχε φτιάξει ένα μικρό κουκλοθέατρο και έφτιαχνε με τα ίδια του τα χέρια τις κούκλες τις έντυνε κι έδινε τις δικές του προσωπικές παραστάσεις, με έργα κυρίως του Σαίξπηρ, τα οποία απομνημόνευε με χαρακτηριστική ευκολία.
Η χάρη του αυτή έφτασε στα αυτιά του βασιλιά της Δανίας Φρειδερίκου του 6ου, ο οποίος ενδιαφέρθηκε προσωπικά για το παράξενο αυτό αγόρι. Τον έστειλε σ’ ένα από τα καλύτερα σχολεία της χώρας, καταβάλλοντας ο ίδιος τα δίδακτρα. Μετά κόπων και βασάνων, ο Χανς Κρίστιαν τελείωσε το Γυμνάσιο σε ηλικία 23 ετών. «Τα χρόνια αυτά ήταν τα πιο πικρά και σκοτεινά της ζωής μου», έγραψε στην αυτοβιογραφία του. Στη συνέχεια γράφεται στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του.
Το 1822 εκδίδει το πρώτο βιβλίο του, που θα περάσει απαρατήρητο. Το 1829 γράφει μια ιστορία φαντασίας με τίτλο «Περίπατος από το κανάλι του Χόλμενς στο ανατολικό σημείο του νησιού Άμαγκερ, που θα σημειώσει μεγάλη επιτυχία.
Συνεχίζει να γράφει, ποιήματα, θεατρικά έργα, λιμπρέτα για λυρικά έργα, μυθιστορήματα, που γνωρίζουν επιτυχία περισσότερο στη Γερμανία, παρά στην πατρίδα του.
Το 1835 δημοσιεύει τα πρώτα του «Παραμύθια για παιδιά» και μόνο 8 χρόνια αργότερα κερδίζουν την επιδοκιμασία του κόσμου. Θα γράψει συνολικά 168 παραμύθια ως το 1872 με πιο γνωστά, «Τα κόκκινα Παπούτσια», «Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι», «Η βασίλισσα του χιονιού», «Το ασχημόπαπο», «Το μολυβένιο στρατιωτάκι», «Το μικρό έλατο», «Η μικρή γοργόνα», «Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα», «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» και «Η Τοσοδούλα».
Ενώ τα έργα του Άντερσεν είναι σχεδόν άγνωστα έξω από τη Δανία και τις γειτονικές της χώρες, τα παραμύθια του είναι από τα πιο πολυμεταφρασμένα έργα σ’ όλη την ιστορία της λογοτεχνίας, όπως αναφέρει το sansimera.gr. Μολονότι βασίζονται σε λαϊκούς θρύλους, τα περισσότερα χαρακτηρίζονται από έναν ηθικό ρεαλισμό, παρά απ’ την ανάγκη εκπλήρωσης μιας επιθυμίας.
Οι κακοί δεν είναι δράκοι ή μάγισσες των λαϊκών μυθιστοριών, αλλά εκπρόσωποι ανθρώπινων αδυναμιών, όπως ματαιοδοξίας, σνομπισμού ή εγωιστικής αδιαφορίας. Ορισμένα από τα παραμύθια του αποκαλύπτουν μία αισιόδοξη πίστη στην επικράτηση του καλού και του ωραίου, άλλα είναι βαθιά απαισιόδοξα και έχουν δυσάρεστο τέλος.
Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν θα διακριθεί και στην ταξιδιωτική λογοτεχνία. Από το 1833 ως το 1857 πραγματοποιεί 29 ταξίδια σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική, γνωρίζεται με μεγάλες προσωπικότητες της εποχής και καταγράφει τις εμπειρίες του σε σειρά ταξιδιωτικών βιβλίων.
Τα βήματά του θα τον φέρουν ως την Ελλάδα τον Μάρτιο του 1841. Στο οδοιπορικό του «Το Παζάρι ενός ποιητή», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Εστία» με τον τίτλο «Οδοιπορικό στην Ελλάδα» περιγράφει λεπτομερώς τη διαμονή στην Αθήνα.
Παρά τις ανησυχίες και τις φοβίες του, δεν δίστασε να ταξιδέψει και να επισκεφτεί το Θησείο, το Φάληρο, τον Κολωνό και την Ακρόπολη, όπου ανέβαινε κάθε μέρα. Με ειδική άμαξα εξόρμησε στα χωριά των Μεσογείων, αλλά και τις πλαγιές της Πεντέλης.
Χανς Κρίστιαν Άντερσεν: Η ερωτική ζωή και το άδοξο τέλος του
Όλοι οι βιογράφοι του Άντερσεν συμφωνούν ότι ο συγγραφέας δεν είχε ποτέ σεξουαλική επαφή στη ζωή του. Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι δεν ένιωθε σεξουαλική επιθυμία. Ο Άντερσεν έγραφε στο ημερολόγιό του κάθε φορά που αυνανιζόταν και τις ημέρες που η εμπειρία ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη, σημείωνε ένα σταυρό δίπλα στην ημερομηνία.
Αρνούνταν όμως πεισματικά να συνευρεθεί με γυναίκα που δεν ήταν ερωτευμένος και δυστυχώς, όσες είχε κυνηγήσει, δεν ανταπέδιδαν τα συναισθήματά του. Ο παιδικός του έρωτας ήταν η Ρίμποργκ Βόιτ, αδελφή ενός συμμαθητή του Άντερσεν. Η πανέμορφη έφηβη απέρριψε τον έρωτα του Άντερσεν και του ανακοίνωσε ότι ήταν ήδη αρραβωνιασμένη.
Ο συγγραφέας ένιωσε απόγνωση να τον κατακλύζει και γέμισε σελίδες στο ημερολόγιό του με τον ψυχικό του πόνο. Το 1833 ερωτεύτηκε την Λουίζ, την κόρη του μέντορά του στο θέατρο, Γιόνας Κόλιν. Για ακόμα μία φορά όμως, η κοπέλα αρνήθηκε τον Άντερσεν και επέλεξε να αρραβωνιαστεί με άλλο άντρα. Ορισμένοι βιογράφοι υποστηρίζουν ότι ο Άντερσεν έτρεφε ρομαντικά συναισθήματα και για τον αδελφό της Λουίζ, Έντβαρντ.
Δεν έχει αποδειχτεί όμως ότι ήταν αμφιφυλόφιλος. Ο συγγραφέας είχε ζήσει πολύ καιρό με την οικογένεια Κόλιν και διατήρησε στενές σχέσεις μαζί τους μέχρι και το θάνατό του. Το 1837 ο 32χρονος Άντερσεν ερωτεύτηκε τη 16χρονη Σόφι Όρστεντ, κόρη του διάσημου επιστήμονα Χανς Κρίστιαν Όρστεντ, που συνέβαλε στην ανακάλυψη του ηλεκτρομαγνητισμού.
Η κοπέλα ανήκε σε πολύ ψηλότερη κοινωνική θέση απ’ τον Άντερσεν και δεν υπήρχαν πραγματικές πιθανότητες να δεχτεί την πρόταση γάμου που της έκανε. Σε επιστολή, της έγραφε: «Τώρα δεν θα παντρευτώ ποτέ! Δεν υπάρχουν άλλα κορίτσια για εμένα. Κάθε μέρα γίνομαι όλο και πιο εργένης. Μέχρι χθες ήμουν ανάμεσα στους νεαρούς, τώρα ξαφνικά γέρασα. Αχ Σόφι μου, αν ήξερες πόσο χαρούμενη θα σε έκανα, αρκεί να είχα τα χρήματα».
Ο τελευταίος μεγάλος έρωτας της ζωής του ήταν η σουηδή σοπράνο Τζένι Λιντ. Γνωρίστηκαν το 1843 στη Κοπεγχάγη και ο Άντερσεν μαγεύτηκε από τη φωνή και την ευαισθησία της. Συναντήθηκαν συχνά σε διάφορα ταξίδια τους και ανέπτυξαν πολύ στενή σχέση, που δυστυχώς όμως δεν είχε αίσιο τέλος. Το 1846, σε ένα πρωτοχρονιάτικο πάρτι, η Λιντ τον αποκαλούσε συνεχώς «αδελφό» της και ο Άντερσεν αντιλήφθηκε ότι δεν συμμεριζόταν τον έρωτά του.
Παρ’ όλα αυτά της έκανε πρόταση γάμου, την οποία έγραψε σε επιστολή, γιατί ντρεπόταν να της μιλήσει. Ο Άντερσεν βίωσε την απόρριψη για ακόμα μία φορά. Στα ταξίδια του στην Ιταλία, ο συγγραφέας ένιωθε να δέχεται επίθεση από τις αισθησιακές γυναίκες που έβλεπε στους δρόμους, πολλές από τις οποίες προσέφεραν τις σεξουαλικές τους υπηρεσίες.
Μία μέρα, μπήκε σε πειρασμό να δεχτεί την πρόταση μία πανέμορφης πόρνης, αλλά τελικά δεν υπέκυψε και έγραψε στο ημερολόγιό του: «Με ερέθισε, αλλά αντιστάθηκα στον πειρασμό! Αν είμαι ακόμα αθώος όταν γυρίσω στην πατρίδα, θα παραμείνω αθώος!». Ο μεγάλος παραμυθάς πίστευε στον ανεκπλήρωτο, ρομαντικό έρωτα μέχρι το τέλος της ζωής του. Την άνοιξη του 1872 και ενώ τα παραμύθια του τον είχαν κάνει διάσημο στη χώρα του, ο Άντερσεν έπεσε από το κρεβάτι του και χτύπησε σοβαρά. Δεν ξανάγινε ποτέ τελείως καλά και στις 4 Αυγούστου του 1875 πέθανε, σε ηλικία 70 ετών.