Ο Ανδρέας Παπανδρέου επέστρεψε στην Ελλάδα, από την Αμερική που διέμενε μόνιμα, τη δεκαετία του ’60. Λιγότερο γνωστό είναι ότι στα υπέρ και τα κατά της επιστροφής του έπαιξε ρόλο η ανάγκη να είναι κοντά στον πατέρα του, ίσως για να του «αποδείξει» ότι ήταν ικανός να τον στηρίξει στο δύσκολο πολιτικό του έργο.
Πιθανότατα ο ίδιος αισθανόταν ότι με αυτήν την κίνηση θα αποκόμιζε από τον πατέρα του την ολοκληρωτική αποδοχή του, την οποία δεν είχε νιώσει μικρότερος, εφόσον, κατά τους ψυχολόγους, η απουσία του πατέρα στα παιδικά χρόνια συνήθως ερμηνεύεται συναισθηματικά από τα παιδιά σαν εγκατάλειψη από τον γονιό.
Όπως αναφέρει και η mixanitouxronou.gr. στην περίπτωση του Ανδρέα, ο πατέρας πράγματι άφησε το σπίτι και πήγε να ζήσει με μια άλλη γυναίκα, την ηθοποιό Κυβέλη. Έτσι, ο Ανδρέας δεν μεγάλωσε στο ίδιο σπίτι με τον πατέρα του και ίσως γι’ αυτό το λόγο κουβαλούσε μέσα του στοιχεία εγκατάλειψης και «χαμηλής εκτίμησης» του ίδιου του εαυτού του. Από την άλλη, η απουσία του πατέρα δημιουργεί μια τρομερή ανάγκη στο παιδί να έχει την αποδοχή όλου του κόσμου, να μην στεναχωρεί κανέναν, για να μην τον χάσει κι αυτόν, και να προσπαθεί να κρατά τους πάντες ευχαριστημένους.
Για να αποκτήσει την αποδοχή του πατέρα του, όμως, θα έπρεπε όχι μόνο να αποκοπεί από την ακαδημαϊκή κοινότητα ― ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ ―, αλλά και να ενταχθεί στο κόμμα και επιπλέον να δεχθεί, μετά από τόσα χρόνια απουσίας, την αρχηγία του πατέρα του ― κάπως δύσκολο για έναν άντρα που ήταν σαράντα ετών, με τέσσερα παιδιά και λαμπρή ακαδημαϊκή σταδιοδρομία. Η επιστροφή του γιου λοιπόν στην Ελλάδα έφερνε τον ίδιο αντιμέτωπο όχι μόνο με την πολιτική πραγματικότητα, αλλά και με βαθύτερα άλυτα προσωπικά ζητήματα, που είχαν μείνει κρυμμένα και άλυτα από την παιδική του ηλικία.
Η σύγκρουση μεταξύ των δύο αντρών ήταν αναπόφευκτη
Με την ανάμειξή του στην πολιτική, τα «έσπασε» με τον πατέρα του ― και συγκεκριμένα με τη στήριξή του ή όχι της υπηρεσιακής κυβέρνησης Παρασκευόπουλου. Η ρήξη ήταν τόσο μεγάλη που ο ίδιος ο Γεώργιος Παπανδρέου έφτασε στο σημείο να θέλει να διαγράψει το γιο του από το κόμμα της Ένωσης Κέντρου. Σε ένα από τα λίγα γράμματα προς τον πατέρα του, εκθέτει ο ίδιος το δίλημμά του: «Αγαπημένε μου πατέρα, Δεν νομίζω ότι έχω βρεθεί ποτέ σε πιο δύσκολες στιγμές ― όπως θα συμβαίνει ασφαλώς και σε σένα. Δεν φανταζόμουν ότι μπορούσαμε να έχουμε διαφωνήσει τόσο ριζικά σε θέμα γραμμής ― ιδιαίτερα όταν η γραμμή που εκφράζω είναι η γραμμή που με δίδαξες, ο σεβασμός της λαϊκής κυριαρχίας.
Οφείλω τα πάντα σε σένα, ακόμη και το ότι μπήκα στην πολιτική. Ήρθα να σε βοηθήσω στο μεγάλο και δύσκολο έργο σου… Με ενέπνευσαν οι ωραίοι σου αγώνες, οι ξεκάθαρες θέσεις σου και η ανταπόκριση του πανάξιου λαού μας. Ποιος θα φανταζόταν ότι σήμερα, την ώρα των Χριστουγέννων, θα σου έδινα και θα εδοκίμαζα κι εγώ τόση πικρία… Σαν γιος είμαι συντετριμμένος…» Η ανάλυση και η θέση του γιου ήταν σωστή τελικά ως προς τις σχέσεις του Παρασκευόπουλου με τον βασιλιά. Για την ενότητα όμως του κόμματος ο Ανδρέας υποχώρησε, αποδεικνύοντας, όπως γράφει, ότι ήταν έτοιμος για την ύστατη ρήξη με τον πατέρα του σε θέματα αρχών, αλλά ότι δεν θα έφτανε και να τον «δολοφονήσει» πολιτικά….