Ανακοίνωση για τα γεγονότα που οδήγησαν το μεσημέρι της Δευτέρας στην αστυνομική επιχείρηση εκκένωσης του κτιρίου διοίκησης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης εξέδωσαν οι πρυτανικές Αρχές του Ιδρύματος, διευκρινίζοντας ποια ήταν τα ζητήματα για τα οποία ενημερώθηκαν οι Εισαγγελικές Αρχές, που αποφάσισαν την επέμβαση. Γνωστοποιούν, παράλληλα, ότι από την επίσημη ενημέρωση που είχαν «οι 19 από τους συλληφθέντες δεν ήταν μέλη της πανεπιστημιακής μας κοινότητας -κατά δήλωσή τους- και μόνο 12 δήλωσαν φοιτητές του πανεπιστημίου μας».
«Στις 7 το πρωί της 22ας Φεβρουαρίου περίπου 25 άτομα συγκεντρώθηκαν στην είσοδο του Κτιρίου Διοίκησης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κρατώντας λοστούς και εργαλεία διάρρηξης. Στη συνέχεια, γνωστοποίησαν την πρόθεσή τους να καταλάβουν το δημόσιο κτίριο. Απαίτησαν από τους εργαζόμενους στις υπηρεσίες φύλαξης και καθαριότητας να αποχωρήσουν από το κτίριο, απειλώντας μάλιστα τη σωματική τους ακεραιότητα, ενώ ζήτησαν επιτακτικά και την εκκένωση των χώρων στάθμευσης», αναφέρουν οι πρυτανικές Αρχές στην ανακοίνωση τους, εξηγώντας πως «ενημέρωσαν τον Εισαγγελέα Υπηρεσίας για τη βίαιη απομάκρυνση των υπαλλήλων φύλαξης και καθαριότητας, όπως επίσης και για την παρεμπόδιση προσέλευσης των διοικητικών υπαλλήλων». Υπενθυμίζουν, δε, πως «ήδη, από την περασμένη Πέμπτη, κατά τη διάρκεια της Συγκλήτου, άγνωστα άτομα κινήθηκαν απειλητικά κατά του Αντιπρύτανη Ακαδημαϊκών Υποθέσεων και Φοιτητικής Μέριμνας, ενώ επιτέθηκαν σε υπάλληλο της υπηρεσίας φύλαξης που προσπάθησε να τον προστατεύσει».
Ερωτηθείς από το ΑΠΕ-ΜΠΕ για τη φύση των απειλών της σωματικής ακεραιότητας που δέχθηκαν εργαζόμενοι, ο πρύτανης του ΑΠΘ, καθ. Νίκος Παπαϊωάννου απάντησε «πως αυτές οι μαρτυρίες αποτελούν επίσημα στοιχεία της έρευνας που διεξάγεται», δηλώνοντας παράλληλα βέβαιος πως «κανένα μέλος της πανεπιστημιακής μας κοινότητας, σε όποιον πολιτικό χώρο κι αν ανήκει ή υπηρετεί, δεν υποστηρίζει βίαιες πρακτικές σε βάρος εργαζομένων και δη εκείνων που έχουν μοχθήσει για την απομάκρυνση των εμπόρων ναρκωτικών και άλλων παραβατικών στοιχείων από το campus».
Η δεύτερη επικοινωνία των πρυτανικών Αρχών με την Εισαγγελία τη Δευτέρα έγινε, σύμφωνα με όσα γνωστοποιούνται στην ανακοίνωση, «όταν πρόσθετες πληροφορίες από την υπηρεσία φύλαξης του πανεπιστημίου, τεκμηρίωναν την παραβίαση χώρων και την είσοδο άγνωστων ατόμων στον 7ο όροφο, όπου στεγάζονται τα γραφεία της Πρυτανείας, όσο και σε άλλους χώρους που δεν υπάρχει άμεση πρόσβαση» και, επιπρόσθετα «ενημερώθηκε για την εκ νέου παρεμπόδιση στην προσέλευση εργασίας, όλων των εργαζομένων και της διοίκησης στο κτίριο».
Οι πρυτανικές Αρχές τονίζουν ότι «με βάση τα παραπάνω, η παρέμβαση της Πολιτείας έγινε αυτεπάγγελτα, με σκοπό την αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας των υπηρεσιών του πανεπιστημίου και την αποφυγή καταστροφής δημόσιας περιουσίας» και σημειώνουν ότι «αποτέλεσμα αυτής της παρέμβασης ήταν η προσαγωγή των καταληψιών».
«Τα χθεσινά γεγονότα είναι η κορύφωση των όσων βιώνουν τόσα χρόνια, οι καθηγήτριες και οι καθηγητές, οι εργαζόμενες και οι εργαζόμενοι, οι φοιτήτριες και οι φοιτητές μας, σε ένα καθεστώς άτυπης ομηρίας από ομάδες, που χρησιμοποιούν τη βία για να επιβάλλουν τις απόψεις τους. Οι ομάδες αυτές, επανειλημμένα έχουν προβεί σε αποτρόπαιες πράξεις άσκησης λεκτικής και σωματικής βίας σε μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας. Έχουν “ επικηρύξει” καθηγητές που δε συμμερίζονται τις απόψεις τους. Έχουν επιλέξει αντί του συντεταγμένου διαλόγου πρακτικές του όχλου. Έχουν παρεμποδίσει συνεδριάσεις δημοκρατικά εκλεγμένων οργάνων. Για πολλά χρόνια, η πανεπιστημιακή κοινότητα υπέστη αυτή την κατάσταση», αναφέρουν οι πρυτανικές Αρχές και υπογραμμίζουν ότι «τα θύματα αυτών των συμπεριφορών αισθάνθηκαν ανήμπορα να αντιδράσουν, δίσταζαν μπροστά στην απειλή της βίας» και «ο φόβος έφερε την ανοχή κι η ανοχή διαιώνισε τον φόβο», γι’ αυτό «οι συγκεκριμένες επιθέσεις πλήττουν την καρδιά του δημοκρατικού πανεπιστημίου». «Στο κράτος δικαίου που υπηρετούμε, η προσήλωσή μας στη νομιμότητα είναι αδιαπραγμάτευτη, όπως και η περιφρούρηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας σε κάθε πτυχή της πανεπιστημιακής ζωής», καταλήγουν οι πρυτανικές Αρχές του ΑΠΘ.