Αν υπάρχει κάτι που συνοψίζει περιεκτικά τη μεταπολιτευτική νοοτροπία του κατευνασμού έναντι της Τουρκίας, η οποία οδήγησε την Ελλάδα στο να καταστεί χώρα μειωμένης κυριαρχίας υπό την έννοια ότι δεν ασκεί πλήρως τα κυριαρχικά δικαιώματα της όπως απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο, είναι η φράση «και τι θέλετε να κάνουμε πόλεμο;».
Αυτή η ατάκα η οποία γίνεται ιμάντας μεταφοράς των τουρκικών ψυχολογικών επιχειρήσεων στην ελληνική κοινωνία καθιστά αυτούς που την υιοθετούν και την απευθύνουν στο εσωτερικό ακροατήριο ακούσια εκτελεστικά όργανα του υβριδικού πολέμου της γείτονος εναντίον της Ελλάδας. Δεν υπάρχει προηγούμενο σε άλλη χώρα όπου μέρος του πολιτικού προσωπικού γίνεται πομπός εχθρικών θέσεων μεταφέροντας την πίεση και την προπαγάνδα της αντίπαλης δύναμης στο εσωτερικό.
Αυτό δεν γίνεται κατ’ ανάγκη και σε όλες τις εκδοχές από δόλο και σκοπιμότητα, αν και θα πρέπει να εξεταστεί και αυτό το ενδεχόμενο σε ορισμένες περιπτώσεις δημοσιολογούντων οι απόψεις των οποίων παρουσιάζουν περίεργη σύμπτωση με την επιχειρηματολογία των γειτόνων.
Στις πλείστες των περιπτώσεων, σε ό,τι αφορά σε πολιτικά πρόσωπα, οφείλεται σε μία ξεπερασμένη προσέγγιση των ελληνοτουρκικών τα οποία οι φορείς της εν λόγω αντίληψης εντάσσουν αδιακρίτως σε υποθέσεις των διεθνών σχέσεων που δεν έχουν καμία σχέση με την τουρκική μαζική παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου και την αμφισβήτηση εκ μέρους της τής ελληνικής κυριαρχίας.
Σε άρθρο του («Καθημερινή») ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Δημήτρης Αβραμόπουλος, τον οποίο γνωρίζω προσωπικά και εκτιμώ, διατυπώνει την άποψη ότι ο διάλογος με την Τουρκία είναι μονόδρομος. Αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Υπό τις παρούσες όμως συνθήκες, στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην Διπλωματία, στο πλαίσιο πάντα του Διεθνούς Δικαίου, για την αποκλιμάκωση της έντασης και την εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτών λύσεων. Εκεί που οδηγήθηκαν τα τελευταία χρόνια οι σχέσεις μας, καλούμεθα να απαντήσουμε σε ένα απλό ερώτημα. Διάλογος ή σύγκρουση. Και η απάντηση είναι προφανής. Να θυμίσω εδώ, ότι οι διεθνείς διαφορές διευθετούνται με τρεις τρόπους. Ή με απευθείας συνομιλίες, ή μέσω διεθνούς διαιτησίας ή τέλος, με πόλεμο».
Με τον τρόπο που τίθεται το θέμα υπονοείται ότι όχι μόνο θα πρέπει να πάμε σε συνομιλίες για τις τουρκικές διεκδικήσεις, αλλά ότι οι συνομiλίες θα πρέπει και οπωσδήποτε να καταλήξουν, ειδάλλως «θα υπάρξει σύγκρουση». Ή, αν δεν καταλήξουν θα πρέπει να πάμε σε διεθνή διαιτησία. Και στις δύο περιπτώσεις όμως προφανώς με την τουρκική ατζέντα εφόσον η Τουρκία δεν δέχεται την οριοθέτηση της συζήτησης όπως τη θέτει η Ελλάδα. Δηλαδή είμαστε αναγκασμένοι να συζητήσουμε τις διεκδικήσεις της Τουρκίας επί ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και κυριαρχίας για να μην πάμε σε «σύγκρουση». Και να δεν τα βρούμε να παραπέμψουμε την ελληνική κυριαρχία σε διαιτησία.
Είναι φανερό ότι αυτή η προσέγγιση στερείται λογικής και οδηγεί σε μία διαδικασία δίχως τέλος, αφού η Ελλάδα θα πρέπει να συζητά οτιδήποτε θέτει η Τουρκία για να μην πάει σε «σύγκρουση». Αυτό λέει και η Άγκυρα. «Συζητείστε μαζί μας τις διεκδικήσεις μας, διότι θα τις επιβάλλουμε στρατιωτικά». Είναι αδιανόητο να υιοθετούν Έλληνες πολιτικοί τον τουρκικό εκβιασμό.
Με το ίδιο σκεπτικό θα πρέπει να συζητάμε οτιδήποτε θέτει οποιοσδήποτε, δίχως διάκριση και οριοθέτηση του πλαισίου, για να μην πάμε σε σύγκρουση. Οπότε ας ακυρώσουμε τους εξοπλισμούς ή ακόμα καλύτερα ας καταργήσουμε τις Ένοπλες Δυνάμεις εφόσον δεν έχουμε σκοπό να συγκρουστούμε ποτέ με κανέναν ανεξαρτήτως του τι διεκδικεί από εμάς.
Η κυβέρνηση η οποία προσέρχεται στις διερευνητικές επαφές στο πλαίσιο του blame game και για να μην χρεωθεί τον «μουτζούρη» της άρνησης, παρότι το κλίμα που έχει δημιουργήσει η Τουρκία παρέχει επαρκή αιτιολογία απόρριψης, φρόντισε τουλάχιστον να ξεκαθαρίσει ποια είναι τα υπό συζήτηση θέματα απορρίπτοντας την τουρκική θεματολογία.
Η αντίληψη ότι θα πρέπει να συζητάμε τα πάντα δεν είναι ξεπερασμένη μόνο τώρα που η εκτός ελέγχου τουρκική επιθετικότητα έχει οδηγήσει σε διεκδικήσεις πρωτοφανείς ακόμα και για τα δεδομένα του αναθεωρητισμού της Άγκυρας. Πάντα ήταν χωρίς βάση διότι δεν υπάρχει κράτος στον κόσμο που να συζητά την κυριαρχία του επειδή τη διεκδικεί κάποιο άλλο. Αυτή η αντίληψη εκτός από αβάσιμη είναι και επικίνδυνη διότι η υποχωρητικότητα απέναντι σε αναθεωρητικές και επεκτατικές δυνάμεις τις αποθρασύνει και φέρνει τη σύγκρουση – η οποία υποτίθεται ότι με τις υποχωρήσεις θα αποφευχθεί – πιο κοντά.