Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Φίλιπ Λέιν, εκτίμησε πως μέχρι τα μέσα του επόμενου έτους, ίσως προς το τέλος του καλοκαιριού του 2022, το ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα έχει επιστρέψει στα επίπεδα του 2019.
Σύμφωνα με ό,τι εξέφρασε σε συνέντευξη που παραχώρησε στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΙ, σχετικά με την Ελλάδα υποστήριξε ότι η ανάκαμψη θα εξαρτηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από την ανάκαμψη του τουρισμού, συμπληρώνοντας ότι τελικώς όλα θα κριθούν από την ταχύτητα της εκστρατείας εμβολιασμών. Προέβλεψε αύξηση των κόκκινων δανείων και απέκλεισε κατηγορηματικά το ενδεχόμενο διαγραφής χρέους, τονίζοντας ότι «για την ΕΚΤ η διαγραφή του δημόσιου χρέους δεν προβλέπεται από τη Συνθήκη».
Αναφερομένος στην αύξηση του δημοσίου χρέους η οποία θα προκύψει μετά από τα μέτρα ενίσχυσης που εφαρμόζουν οι εθνικές κυβερνήσεις υπογράμμισε ότι αποτελεί «καθολικό φαινόμενο» σε ολόκληρο τον κόσμο. Ωστόσο, όπως εξήγησε, χάρη στα χαμηλά επιτόκια η ικανότητα εξυπηρέτησης αυτού του χρέους – ακόμη και σε τόσο υψηλά επίπεδα – είναι πιο εύκολη από ό,τι πρωτύτερα.
Αυτό δεν εξαλείφει το πιο μακροπρόθεσμο ζήτημα ότι τα υψηλά επίπεδα χρέους θα χρειαστεί να παρακολουθούνται προσεκτικά. Όμως η διαχείριση τους θα είναι ευκολότερη σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα επειδή όσο πιο γρήγορα αναπτύσσεται η οικονομία τόσο περισσότερες θα είναι οι μεταρρυθμίσεις που θα εφαρμόζονται με την πάροδο του χρόνου για τη στήριξη μιας ταχέως αναπτυσσόμενης οικονομίας.
Για την πρόσφατη άνοδο των χρηματιστηρίων υποστήριξε ότι οι χρηματιστηριακές αγορές, από τη δική τους οπτική γωνία, δεν λειτουργούν με βάση ορίζοντα που περιορίζεται στη φετινή ή την επόμενη χρονιά, αλλά κοιτούν πολλά χρόνια πιο μπροστά. Έχουν επομένως την πεποίθηση ότι θα υπάρξει ανάκαμψη αργότερα εντός του τρέχοντος έτους και το επόμενο έτος.
Πάντως, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) σε έκθεσή του τονίζει ότι η δημοσιονομική στήριξη από τις κυβερνήσεις πρέπει να συνεχισθεί έως ότου παγιωθεί η ανάκαμψη. Μάλιστα, το Ταμείο προβλέπει αύξηση του παγκόσμιου δημόσιου χρέους στο 98% του ΑΕΠ στο τέλος του 2020 καθώς οι κυβερνήσεις έλαβαν μέτρα στήριξης, ύψους σχεδόν 14 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, για να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της πανδημίας.