Τα αυξημένα κρούσματα του κορωνοϊού που ανακοίνωσε ο ΕΟΔΥ τις δύο τελευταίες μέρες, καθώς και ο φόβος για τις μεταλλάξεις του κορωνοϊού που φαίνεται να είναι περισσότερο μεταδοτικές, οδηγούν την κυβέρνηση, όπως όλα δείχνουν, σε μια στρατηγική ακορντεόν. Άλλωστε, ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλώντας στο Υπουργικό ξεκαθάρισε ότι το κυβερνητικό επιτελείο κινείται με βάση τα επιδημιολογικά δεδομένα για να ανοίγει ή να κλείνει δραστηριότητες.
Σήμερα θα γίνει και η έκτακτη συνεδρίαση των λοιμωξιολόγων του υπουργείου Υγείας για να αποφασίσουν τι θα προτείνουν στην κυβέρνηση σχετικά με τα σχολεία και την αγορά. Η απόφαση θα ανακοινωθεί αύριο Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, θα πάρει παράταση το άνοιγμα των σχολείων αφού η κατάσταση στην Αττική μπορεί και σήμερα να χειροτερέψει και η περιοχή να ενταχθεί στις «κόκκινες».
Οι δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη
Στις επόμενες κινήσεις της κυβέρνησης σχετικά με την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού αναφέρθηκε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, στο σημερινό Υπουργικό Συμβούλιο. Όπως σημείωσε κατά την εισαγωγική του τοποθέτηση, «μένουμε σε διαρκή επιφυλακή ώστε να παρεμβαίνουμε όταν αυτό χρειάζεται. Δεν είναι δηλαδή πολιτική “βλέποντας και κάνοντας”, είναι ακριβώς το αντίθετο: βλέπουμε ώστε να ξέρουμε ακριβώς τι κάνουμε».
Παράλληλα, έκανε ειδική μνεία στο σχέδιο εμβολιασμού υπογραμμίζοντας ότι «όσα εμβόλια έρχονται στην πατρίδα μας, τόσα θα γίνονται. Και μάλιστα η Ελλάδα και ο Καναδάς είναι από τις χώρες που έχουν σήμερα να επιδείξουν μία πολύ θετική στατιστική και αυτή δεν είναι άλλη από το γεγονός ότι έχουμε ελάχιστες συνολικές απώλειες εμβολίων».
Για το ζήτημα με τις καθυστερήσεις στις παραδόσεις των δόσεων που έχει προκύψει μεταξύ των εταιρειών και της Κομισιόν είπε: «Χαίρομαι διότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εισάκουσε τις παροτρύνσεις πολλών αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων και διαπραγματεύεται πια πιο σκληρά, πιο αποφασιστικά, πιο αυστηρά, με τις μεγάλες εταιρείες παραγωγής εμβολίων. Οι εταιρείες αυτές πρέπει να καταλάβουν ότι στον βαθμό που έχει χρησιμοποιηθεί ευρωπαϊκό χρήμα για την έρευνα παραγωγής αυτών των εμβολίων πρέπει να τιμήσουν τα συμβόλαια τα οποία έχουν υπογράψει με την Ευρωπαϊκή Ένωση».
Τι λένε οι ειδικοί
Τη λήψη προληπτικών μέτρων, με αγορές click away ή παράτασης του κλεισίματος Γυμνασίων και Λυκείων ώστε να αποφευχθεί το τρίτο κύμα της πανδημίας, προτείνουν οι επιστήμονες.
Μιλώντας στον ΣΚΑΪ ο καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ, Δημοσθένης Σαρηγιάννης, επισήμανε ότι με τα σημερινά δεδομένα κι αν επαναλειτουργήσουν γυμνάσια και λύκεια, στα μέσα Μαρτίου θα φτάσουμε στα 1.670 κρούσματα την ημέρα και στους 600 διασωληνωμένους. «Είμαστε σε μια φάση που θα αρχίσουμε να βλέπουμε αυξητική πορεία των κρουσμάτων, η οποία βασίζεται κυρίως στο άνοιγμα της αγοράς και των σχολείων και σιγά σιγά θα αρχίσουμε να βλέπουμε και το αποτέλεσμα της ύπαρξης της μετάλλαξης στην κοινότητα.
Η διαφορά θα αρχίσει να φαίνεται από τα μέσα Φεβρουαρίου, όχι νωρίτερα, γιατί ακόμα είναι η μικρή η διασπορά στην Ελλάδα.
Οι υπολογισμοί μας δείχνουν ότι με ανοιχτά δημοτικά, γυμνάσια, λύκεια και λιανικό εμπόριο, στα μέσα Μαρτίου θα φτάσουμε γύρω στα 1.670 κρούσματα την ημέρα. Τότε περίπου θα έχουμε σημαντική πίεση στο σύστημα υγείας με γύρω στους 600 διασωληνωμένους, που σημαίνει ότι θα αρχίσουμε να έχουμε πρόβλημα διαχείρισης. Αν φτάσουμε εκεί, προφανώς και θα πρέπει να λάβουμε πολύ πιο σκληρά μέτρα», δήλωσε χαρακτηριστικά. Για να αποφευχθεί αυτό το σενάριο, ο κ. Σαρηγιάννης σημείωσε ότι το μη άνοιγμα γυμνασίων και λυκείων να μπορούσε να διευκολύνει την κατάσταση ώστε να υπάρξει χρόνος να εμβολιαστούν περισσότεροι πολίτες.
Σε περίπτωση όμως που ανοίξουν τα σχολεία, επισήμανε ότι θα πρέπει να γίνονται περισσότερα τεστ σε μαθητές και καθηγητές, καθώς και αλληλούχηση των δειγμάτων στους θετικούς «για να παίρνουμε στοχευμένα μέτρα ώστε να μην πηγαίνουμε συνεχώς σε κλεισίματα».
Σε ό,τι αφορά στην Αττική, ανέφερε ότι αυτή στη στιγμή είμαστε στη φάση που βρισκόμασταν στις 20-21 Οκτωβρίου, λίγο πριν επιβληθεί το lockdown. «Επειδή στις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας είναι καλύτερη, πρέπει να ληφθούν στοχευμένα μέτρα στις περιοχές που υπάρχει πρόβλημα», τόνισε ο καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής. Από την πλευρά του, ο καθηγητής Πνευμονολογίας κι Εντατικής Θεραπείας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Θεόδωρος Βασιλακόπουλος, τάχθηκε υπέρ της λειτουργίας των σχολείων με ένα διαφορετικό μοντέλο λειτουργίας του λιανεμπορίου.
«Το λιανεμπόριο θα μπορούσε να πάψει να λειτουργεί με το δήθεν δίωρο, γιατί ο καθένας στέλνει όσα μηνύματα δίωρου θέλει και το δίωρο δεν εξασφαλίζει ότι τις ώρες αιχμής δεν υπάρχει τεράστιος συνωστισμός. Πρέπει να λειτουργήσει όπως τα κομμωτήρια, με ραντεβού, με click in shop. Αν υπάρχουν προκαθορισμένα ραντεβού αποκλείεται να υπάρχει σοβαρός συνωστισμός έξω από τα μαγαζιά και εικόνες σαν αυτές που είδαμε στην Ερμού και στους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους. Έτσι θα μπορέσουν να ανοίξουν και τα σχολεία», υπογράμμισε.
Η εκτίμηση του Χαράλαμπου Γώγου
Ο καθηγητής και μέλος της Επιτροπής Λοιμωξιολόγων, Χαράλαμπος Γώγος μίλησε για το ίδιο ζήτημα. «Τα Δημοτικά δεν υπάρχει κανένας λόγος να κλείσουν γιατί ξέρουμε πολύ καλά ότι δεν συμβάλλουν στη μετάδοση της νόσου», ξεκαθάρισε ο κ. Γώγος μιλώντας στο Mega, δίνοντας στη συνέχεια διευκρινίσεις για το τι συμβαίνει με Γυμνάσια και Λύκεια.
Απαντώντας στις πληροφορίες που αναφέρουν ότι στην περίπτωση που καταγραφούν πάνω από 1.000 κρούσματα, δεν θα ανοίξουν τα σχολεία και θα επιστρέψουμε στο click away, ο κ. Γώγος διευκρίνισε: «Αυτό που σας ξαναλέω είναι ότι η απόφαση αυτή είναι ήδη ειλημμένη, ότι σε περίπτωση που μπούμε στα χαρακτηριστικά μιας “κόκκινης” ζώνης, επιστρέφουμε στο click away και κλείνουμε τα σχολεία».
«Η απόφαση είναι δεδομένη να ανοίξουν τα Γυμνάσια και τα Λύκεια, επίσης, η απόφαση που υπάρχει είναι ότι όταν μια περιοχή επιβαρύνεται, όταν μπαίνει στο “κόκκινο”, δεν θα λειτουργούν τα Λύκεια. Αυτή είναι η προηγούμενη απόφαση της Επιτροπής. Αυτές τις δύο μέρες, λοιπόν, θα δούμε τα δεδομένα που υπάρχουν, ποιες περιοχές δυσκολεύουν και αν υπάρχει τέτοιο θέμα θα το συζητήσουμε», είπε ο κ. Γώγος.
Σε ερώτηση για το εάν η Αττική μπει στο «κόκκινο», αυτό σημαίνει κλείσιμο σχολείων, ο κ. Γώγος απάντησε ότι δεν θα ανοίξουν Γυμνάσια και κυρίως τα Λύκεια, καθώς εκεί εντοπίζεται μεταδοτικότητα.
Επίσης, χαρακτήρισε αναμενόμενη την αύξηση των κρουσμάτων τόσο λόγω της αυξημένης κινητικότητας των γιορτών αλλά και το άνοιγμα του λιανεμπορίου, το οποίο, όπως είπε, θα δώσει κρούσματα και τις επόμενες εβδομάδες. «Υπάρχει και ο χειμώνας που επιβαρύνει την κατάσταση για λόγους συγχρωτισμού σε κλειστούς χώρους. Η κατάσταση δεν είναι καλή αλλά ούτε και δραματική. Είναι μια φάση που μπορούμε να πάρουμε κάποια μέτρα και να διευκολύνουμε την κατάσταση», σημείωσε.
Αυτό που ανησυχεί τους ειδικούς είναι η κατάσταση στην Αθήνα και την Αττική γενικότερα. «Αυτό που πραγματικά μας ανησυχεί είναι η κατάσταση στην Αθήνα και στην Αττική γενικότερα. Γιατί είναι μια μεγάλη αστική ζώνη, δεν μπορούμε να κρύψουμε ότι ένα τέτοιο θέμα είναι πολύ σημαντικό γιατί η διασπορά σε μια τέτοια περιοχή είναι πολύ πιο εύκολη και η συγκράτησή της μετά είναι πολύ πιο δύσκολη», εξήγησε.
Σχετικά με το ζήτημα της κινητικότητας στους δρόμους, ο κ. Γώγος επισήμανε ότι «δεν μπορούμε να απαγορεύουμε στον κόσμο να κυκλοφορεί. Πιο έξυπνες λύσεις μπορεί να συζητηθούν. Ας πούμε μια λύση που να είναι σε σχέση με το ποιοι βγαίνουν τη μία ημέρα, ποιοι βγαίνουν την άλλη, ανάλογα με τον αριθμό ταυτότητος, να περιορίσουμε δηλαδή κατά κάποιο τρόπο την κυκλοφορία», είπε.
Ερωτηθείς εάν αυτό θα μπορούσε να γίνει, ο καθηγητής είπε: «Δεν υπάρχει τέτοια πρόταση, είναι κάτι που κατέβηκε τώρα στο μυαλό μου για να σας πω πώς μπορεί κάποιος να βρει κι άλλους τρόπους να περιορίσει την κυκλοφορία, εάν υπάρχει μεγάλη επιβάρυνση στους δρόμους. Το βασικό είναι να ελεγχθεί η πρόσβαση στα καταστήματα εάν χρειαστεί και κοκκινίσει η χώρα».
Τέλος, μιλώντας για την εστίαση, ο καθηγητής υπογράμμισε ότι είναι πολύ νωρίς να μιλήσουμε για την εστίαση. «Σε αυτή τη δυναμική που συζητάμε για τα σχολεία, δεν έχει νόημα να συζητάμε για την εστίαση. Αυτό μπορεί να πάει πιο πίσω. Ήδη ξέρετε ότι δεν υπάρχει θέμα περί το τέλος Φεβρουαρίου για κάτι τέτοιο, νομίζω ότι είναι το τρίτο που θα ακολουθήσει, εφόσον όλα πάνε καλά», κατέληξε.
Το παράδοξο της αύξησης των κρουσμάτων τώρα
Ο καθηγητής Γενετικής στην Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου της Γενεύης, Μανώλης Δερμιτζάκης εξέφρασε την ανησυχία του για την προέλευση των κρουσμάτων καθώς, όπως υποστήριξε, δεν μπορούν να προέρχονται από τα σχολεία ή το άνοιγμα της αγοράς.
Ανησυχία έχει προκαλέσει στην επιστημονική κοινότητα η αύξηση των κρουσμάτων τις δύο τελευταίες ημέρες και ιδιαίτερα στην Αττική και προβληματισμό σχετικά με το άνοιγμα των δραστηριοτήτων. Ο Μανώλης Δερμιτζάκης μιλώντας στον ΣΚΑΙ, εξέφρασε τον προβληματισμό του για την προέλευση των κρουσμάτων.
«Μου φαίνεται περίεργος ο τρόπος που αυξήθηκαν τα γραφήματα του ΕΟΔΥ. Αυτή η αύξηση δεν είναι αυτής της εβδομάδας, αλλά της προηγούμενης. Δε θεωρώ ότι οφείλεται στα σχολεία που είναι τα πρώτα που άνοιξαν, καθώς η μετάδοση μέσω των παιδιών έχει καθυστέρηση δεδομένου ότι μεταδίδουν λιγότερο και δεν έχουν συμπτώματα.
Επομένως οι πρώτες μεταδόσεις που θα γίνουν στα σχολεία δε θα φαίνονται. Για την αγορά δεν μπορούμε να πούμε ότι οφείλεται γιατί άνοιξε την προηγούμενη εβδομάδα. Τα κρούσματα έχουν αρχίσει να αυξάνονται σχεδόν από την αρχή της προηγούμενης εβδομάδας. Ελπίζω τα κρούσματα να είναι κάποια υπολείμματα από τις γιορτές. Αν είναι από τότε, πρέπει να δούμε τον αριθμό αυτόν να σταθεροποιείται. Αν όμως συνεχίσουν να αυξάνονται θα είναι πολύ ανησυχητικό και ίσως να έχουν να κάνουν με την κινητικότητα των γονέων», ανέφερε.
«Περιορισμός στις μετακινήσεις»
Σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να λάβει η κυβέρνηση για να ανακόψει την πορεία των κρουσμάτων ο κ. Δερμιτζάκης εξέφρασε την άποψη ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στο άνοιγμα των γυμνασίων και των λυκείων και μετά στην αγορά. «Με αυτά τα δεδομένα, κατά την προσωπική μου άποψη πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στο άνοιγμα των γυμνασίων και των λυκείων και μετά στην αγορά. Με το click away δε θα αλλάξουν πολύ τα πράγματα, γιατί θα υπάρχει συνωστισμός στις ουρές έξω από τα καταστήματα. Δεν αλλάζει την κινητικότητα», επισήμανε.
Πρόσθεσε δε ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να βρει έναν τρόπο να περιορίσει την κινητικότητα. «Ενώ στο πρώτο lockdown οι ώρες που είχαμε στα SMS σήμαιναν κάτι και ο κόσμος νόμιζε ότι αυτό το διαχειρίζεται η κυβέρνηση και ελέγχει, τώρα διαπίστωσαν όλοι ότι μπορούν να στέλνουν πολλαπλά μηνύματα και να βγαίνουν έξω, που σημαίνει ότι δεν υπάρχει περιορισμός κανένας.
Αν τίθεται θέμα προσωπικών δεδομένων και δεν μπορεί η κυβέρνηση να ελέγχει ποιος βγαίνει, είναι εντελώς άχρηστη η χρήση του SMS. Εγώ προτείνω να περιοριστούν οι μετακινήσεις, με ποιο τρόπο θα το κάνει η κυβέρνηση δεν ξέρω», υπογράμμισε ο ίδιος.
Η προειδοποίηση του ΠΟΥ για τη χαλάρωση των μέτρων
Ο διευθυντής για την Ευρώπη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) Χανς Κλούγκε προειδοποίησε σήμερα ότι ο δείκτης μεταδοτικότητας του κορωνοϊού στην περιοχή παραμένει πολύ υψηλός, γεγονός που ασκεί πίεση στα συστήματα υγείας των χωρών και κατά συνέπεια είναι «πολύ νωρίς για χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων.
«Η μείωση του δείκτη μεταδοτικότητας απαιτεί μια συνεχή, συνεπή προσπάθεια. Να θυμάστε ότι λίγο πάνω από το 3% του πληθυσμού στην περιοχή έχει επιβεβαιωθεί πως έχει μολυνθεί από Covid-19. Περιοχές που επλήγησαν σκληρά, ενδέχεται να πληγούν ξανά», υπογράμμισε. Ο Κλούγκε δήλωσε ότι συνολικά 35 χώρες στην Ευρώπη έχουν ξεκινήσει προγράμματα εμβολιασμού, με 25 εκατομμύρια δόσεις να έχουν χορηγηθεί μέχρι στιγμής.
«Τα εμβόλια αυτά έχουν επιδείξει την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια που ελπίζαμε ότι θα έχουν (…) Αυτό το μνημειώδες έργο θα απαλύνει την πίεση στα συστήματα υγείας μας και αναμφίβολα θα σώσει ζωές», σχολίασε.
Ο Κλούγκε εκτίμησε εξάλλου ότι ο υψηλός δείκτης μεταδοτικότητας και οι παραλλαγές του κορωνοϊού που εμφανίζονται καθιστούν πιο άμεση την ανάγκη να εμβολιαστούν οι ομάδες του πληθυσμού που έχουν προτεραιότητα, όμως πρόσθεσε ότι η παραγωγή των εμβολίων και η διανομή τους δεν έχουν φτάσει ακόμη στα προσδοκώμενα επίπεδα.
Όταν ρωτήθηκε για τις καθυστερήσεις στις παραδόσεις των εμβολίων της AstraZeneca και των Pfizer/BioNTech στις 27 χώρες της ΕΕ, ο Κλούγκε απάντησε ότι κυβερνήσεις και παρασκευαστές θα πρέπει να συνεργαστούν για να αντιμετωπίσουν τα “ προβλήματα που προκύπτουν” στη διανομή των εμβολίων κατά της Covid-19.
«Η πραγματικότητα είναι ότι υπάρχει έλλειψη εμβολίων (…) (Όμως) δεν αμφιβάλλουμε ότι οι παρασκευαστές εργάζονται 24 ώρες το 24ωρο, επτά ημέρες την εβδομάδα για να καλύψουν τα κενά και είμαστε αισιόδοξοι ότι οι καθυστερήσεις που παρατηρούμε τώρα θα καλυφθούν από επιπλέον παραγωγή στο μέλλον», πρόσθεσε. «Αυτό το παράδοξο, όπου κοινωνίες αισθάνονται ότι πλησιάζει το τέλος με το εμβόλιο ενώ παράλληλα καλούνται να τηρήσουν περιοριστικά μέτρα ενόψει μιας νέας απειλής, προκαλεί ένταση, άγχος, κούραση και σύγχυση. Είναι απολύτως κατανοητό υπ’ αυτές τις συνθήκες», κατέληξε ο Κλούγκε.