Στις εξελίξεις αναφορικά με τον κορωνοϊό, τις μεταλλάξεις και τα εμβόλια αναφέρθηκε ο μιλώντας στο webinar «COVID-19 Vaccines-Moving Forward» του Φόρουμ Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Ιατρικής, ο καθηγητής Παθολογίας – Λοιμώξεων του ΕΚΠΑ, Σωτήρης Τσιόδρας. Όπως τόνισε ο κ. Τσιόδρας «ο ιός ήρθε για να μείνει».
Παράλληλα, εξέφρασε την ελπίδα του «να απαλλαγούμε από τις μάσκες, όταν η ανοσία του πληθυσμού φτάσει σε υψηλά επίπεδα μέσω του εμβολιασμού».
Επίσης, υπογράμμισε ότι τα συνεχή μέτρα έχουν κουράσει τους πολίτες και έτσι εξηγείται και η μη συμμόρφωση σε αυτά, ενώ σχετικά με το εμβόλιο, είπε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων, λέει «ναι» στον εμβολιασμό σε ποσοστό 72%. «Η ελληνική κοινωνία αποδέχεται τον εμβολιασμό και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Οι περισσότεροι φοβούνται τυχόν ανεπιθύμητες ενέργειες» σημείωσε.
Σχετικά με τις μεταλλάξεις του ιού και το κατά πόσον τον εμβόλιο είναι αποτελεσματικό απέναντι σε αυτές, ο κ. Τσιόδρας τόνισε ότι «ένα είναι σίγουρο: όσο πιο γρήγορα εμβολιάσουμε -και με τον σωστό τρόπο- τον πληθυσμό, πιθανότατα θα αποφύγουμε τη διασπορά και την ανάπτυξη νέων ανθεκτικών στελεχών», χωρίς να αποκλείσει ωστόσο το ενδεχόμενο να τροποποιείται κάθε χρόνο το εμβόλιο, όπως συμβαίνει και με το εμβόλιο της γρίπης.
«Ίσως μπούμε σε μια κατάσταση, στην οποία για την αποτελεσματικότητα του εμβολίου θα εξετάζουμε κάθε χρόνο τον ιό για μεταλλάξεις, με ένα δίκτυο αντίστοιχο με της γρίπης, και θα εκδίδουμε οδηγίες για το πως θα κατασκευάζεται κάθε χρόνο το εμβόλιο» ανέφερε, συμπληρώνοντας ότι «η επιστήμη διαθέτει πλέον την τεχνογνωσία να αντιμετωπίσει αυτό το εμπόδιο».
«Σας λέω χαρακτηριστικά ότι από τη στιγμή που ολοκληρώθηκε η πρώτη ανάλυση του γονιδιώματος από την Ουχάν, μέσα σε δύο ημέρες οι επιστήμονες των εταιρειών ήξεραν ακριβώς που θα στοχεύσουν για την παραγωγή εμβολίου, εναντίον της πρωτεϊνης ακίδας και πλέον έχουμε και αναπτύξαμε την τεχνογνωσία ήδη από την εποχή του SARS και του MERS. Υπήρχε η υποδομή για να φτιαχτεί αυτό το εμβόλιο γρήγορα. Και ήμασταν και αρκετά τυχεροί», πρόσθεσε.
Όσο για την αποτελεσματικότητα του εμβολίου, η οποία σύμφωνα με τις μελέτες εμφανίζεται σε ποσοστό 95%, «μένει να εφαρμοστεί και στον πραγματικό κόσμο», τόνισε.
Ειδικά για το θέμα της αποτελεσματικότητας διευκρίνισε: «Παίζουν πάρα πολλοί παράγοντες ρόλο, όπως η ανοσία στον γενικό πληθυσμό, εάν θα εμβολιάσει κανείς ενήλικες μόνο κ.α.. Είναι ένα εμβόλιο το οποίο δεν έχει εγκριθεί στα παιδιά και τα περισσότερα εμβόλια της Covid δεν έχουν δοκιμαστεί εκτενώς σε παιδιά. Ανάλογα, λοιπόν, με τους παράγοντες που λαμβάνει κανείς υπόψη μπορεί και το ποσοστό πληθυσμού που πρέπει να εμβολιαστεί να κυμαίνεται από το 45% έως και το 85%».
Ο ίδιος αναφέρθηκε και στη διάρκεια της ανοσίας, η οποία όπως είπε «είναι ένας αστάθμητος παράγοντας. Για το εμβόλιο μιλούν για ένα ή δύο χρόνια ανοσίας. Δεν ξέρουμε ποια είναι η ακριβής αλήθεια θα την μάθουμε στο μέλλον. Αυτό που παίρνουμε τώρα ως δεδομένο είναι, ότι η ανοσία στον κορωνοϊό αυτόν καθ’ αυτόν, σε αρκετά μεγάλες μελέτες φαίνεται ότι κρατάει τουλάχιστον ένα 8μηνο και με βάση τη λειτουργική ανοσία ίσως και να κρατάει και αρκετά χρόνια».
«Ήρθε για να μείνει»
«Ο κορωνοϊός είναι εδώ για να μείνει και αυτό εξαρτάται από πάρα πολλούς παράγοντες στο μέλλον: σχετίζεται με τη διάρκεια της ανοσίας στον ιό, με την αποτελεσματικότητα του εμβολίου στο να περιορίσει τη διασπορά, την εποχικότητα και τη διαφορά που φέρνει στη διασπορά του ιού και φυσικά στις επιλογές που κάνουν οι κυβερνήσεις και τα άτομα. Πότε θα τελειώσει δεν ξέρουμε», τόνισε χαρακτηριστικά ο καθηγητής για να συμπληρώσει ότι «lockdown και απαγορευτικά, έχουν κουράσει τους ανθρώπους και δεν μπορούν να συμμορφωθούν».
«Πρέπει η Πολιτεία να βρει τρόπους να βοηθήσει την κοινότητα και οι επιστήμονες να επενδύσουμε περισσότερο χρόνο στο να κατανοήσουμε ακόμα περισσότερο, τι δουλεύει, πότε δουλεύει, πώς δουλεύει. Αντί να χτυπάμε την επιδημία με ένα σφυρί, να την χτυπάμε με όσο το δυνατόν καλύτερο και χειρουργικό τρόπο και με περισσότερα δεδομένα», επεσήμανε και πρόσθεσε:
«Η κινητικότητα του πληθυσμού μπορεί να επηρεάσει τη διασπορά του ιού. Η στρατηγική είναι να τηρούνται τα μέτρα της αποσταστασιοποίησης με ταυτόχρονο εμβολιασμό του πληθυσμού. Αυτό εξασφαλίζει ένα χαμηλό και σταθερό αριθμό λοίμωξης κι έτσι εξισορροπούνται τα αρνητικά αποτελέσματα στη δημόσια υγεία και το κοινωνικό και οικονομικό κόστος».