Η Ευρώπη και οι ΗΠΑ υπήρξαν ανέκαθεν σύμμαχοι, αλλά υπό την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ, η Ουάσινγκτον ακολούθησε μια πιο μονομερή πολιτική, αποχωρώντας από συνθήκες και διεθνείς οργανισμούς. Η ανάληψη καθηκόντων του Τζο Μπάιντεν, στις 20 Ιανουαρίου, αποτελεί ευκαιρία ανανέωσης της συνεργασίας μεταξύ των δύο πλευρών.
Στις 2 Δεκεμβρίου 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε πρόταση για ένα νέο διατλαντικό θεματολόγιο που καλύπτει τέσσερις τομείς συνεργασίας μεταξύ των εταίρων.
Το Συμβούλιο επιβεβαίωσε επίσης τη στρατηγική σημασία που έχει η εταιρική σχέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις ΗΠΑ στα συμπεράσματά του στις 7 Δεκεμβρίου. Το Κοινοβούλιο προσβλέπει επίσης σε στενότερη συνεργασία. Στις 7 Νοεμβρίου, ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου Νταβίντ Σασόλι έγραψε στο Twitter: “Η υφήλιος χρειάζεται ισχυρές σχέσεις μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ – ιδιαίτερα σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Προσδοκούμε συνεργασία για την καταπολέμηση του COVID-19, της κλιματικής αλλαγής και των αυξανόμενων ανισοτήτων”. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΕ έχουν πολλά να κερδίσουν από τη σύσφιξη των δεσμών τους. Εξακολουθούν ωστόσο να υπάρχουν πολλές προκλήσεις και διαφορές. Πού;
Στο ζήτημα της πανδημίας του κορωνοϊού:
Παρότι η πανδημία του COVID-19 αποτελεί παγκόσμια απειλή, ο απερχόμενος Ρεπουμπλικανός πρόεδρος επέλεξε να αποσύρει τις ΗΠΑ από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Η ΕΕ και οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης και διανομής εμβολίων, δοκιμών και θεραπείας, καθώς και για την ενίσχυση της ικανότητας πρόληψης, ετοιμότητας και απόκρισης.
Στην κλιματική αλλαγή:
Η ΕΕ και οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να προωθήσουν φιλόδοξες συμφωνίες σχετικά με το κλίμα και τη βιοποικιλότητα στις φετινές συνόδους κορυφής του ΟΗΕ, ενώ θα μπορούσαν να συνεργαστούν για την ανάπτυξη πράσινων τεχνολογιών και να σχεδιάσουν από κοινού ένα παγκόσμιο ρυθμιστικό πλαίσιο για τη βιώσιμη χρηματοδότηση.
Στην τεχνολογία, το εμπόριο και τα πρότυπα:
Από τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα έως το βόειο κρέας με ορμόνες, η ΕΕ και οι ΗΠΑ είχαν αρκετές εμπορικές διαφορές στο παρελθόν. Ωστόσο, και οι δύο έχουν πολλά να κερδίσουν από την άρση των φραγμών. Το 2018 ο Τραμπ επέβαλε δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα και το αλουμινίου, γεγονός που οδήγησε την ΕΕ να επιβάλει δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα. Η προεδρία του Μπάιντεν αποτελεί ευκαιρία για εποικοδομητικές συζητήσεις.
Οι δυο πλευρές θα μπορούσαν επίσης να συνεργαστούν για τη μεταρρύθμιση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, την προστασία σημαντικών τεχνολογιών και τη θέσπιση νέων κανονισμών και προτύπων. Προς το παρόν, η Ουάσινγκτον εμποδίζει τους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών που έχουν συσταθεί από τον οργανισμό. Η Επιτροπή προσέφερε επίσης συνεργασία για την αντιμετώπιση προκλήσεων που συνδέονται με την ψηφιοποίηση, όπως η δίκαιη φορολογία και οι στρεβλώσεις της αγοράς. Καθώς πολλές κορυφαίες ψηφιακές εταιρείες είναι αμερικάνικες, το ζήτημα του τρόπου φορολόγησης τους θα μπορούσε να είναι ευαίσθητο.
Στις εξωτερικές υποθέσεις:
Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρωπαϊκή Ένωση συμμερίζονται επίσης τη δέσμευση για την προώθηση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Από κοινού θα μπορούσαν να συνεργαστούν για την ενίσχυση του πολυμερούς συστήματος αν και σε ορισμένες περιπτώσεις διαφωνούν ως προς τον βέλτιστο τρόπο προσέγγισης. Και οι δύο πλευρές αντιμετωπίζουν την πρόκληση της Κίνας.
Με τον Τραμπ στο “τιμόνι”, οι ΗΠΑ υιοθέτησαν μια περισσότερο συγκρουσιακή προσέγγιση, ενώ η ΕΕ επικεντρώθηκε περισσότερο στη διπλωματία. Τον Δεκέμβριο του 2020, οι διαπραγματευτές των Βρυξελλών κατέληξαν σε μια καταρχήν συμφωνία επενδύσεων με το Πεκίνο. Η συμφωνία εξετάζεται επί του παρόντος από το Κοινοβούλιο και απαιτείται η συγκατάθεσή του για να τεθεί σε ισχύ. Η νέα αμερικανική ηγεσία αποτελεί ευκαιρία για τον καλύτερο και ενισχυμένο συντονισμό των προσεγγίσεών τους.
Τέλος, το Ιράν, το οποίο αποτελεί άλλο ένα σημείο διαφωνίας μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ. Και οι δύο συμμετείχαν στην πυρηνική συμφωνία με το Ιράν για τον περιορισμό του πυρηνικού προγράμματος της χώρας, μέχρι τη στιγμή που ο Τραμπ απέσυρε τις ΗΠΑ από τη συμφωνία, το 2018. Η έναρξη της “εποχής Μπάιντεν” θα μπορούσε να αποτελέσει ευκαιρία εξεύρεσης μιας κοινής προσέγγισης.