Η επανάληψη των διερευνητικών επαφών μετά από πενταετή διακοπή ήταν προεξοφλημένη και θέμα χρόνου. Οι λόγοι προφανείς και διαφορετικοί για τον καθένα από τους εμπλεκομένους που τις επιζητούσαν. Εντελώς συνοπτικά και δίχως να εξαντλούμε τις διαστάσεις και λεπτομέρειες, οι Τούρκοι επειδή αναζητούν ακόμα μία ευκαιρία να βάλουν στο τραπέζι όλη την αναθεωρητική ατζέντα, οι Γερμανοί οι οποίοι πρωταγωνιστούν στις πιέσεις επειδή τις χρειάζονται ως πρόσχημα για να μην συζητηθούν οι κυρώσεις κατά της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου, αρκετοί από τους άλλους Ευρωπαίους οι οποίοι κάνουν εξοπλιστικές και άλλες μπίζνες, όπως οι Ιταλοί και οι Ισπανοί, τις θέλουν για τους ίδιους λόγους με τη Γερμανία αν και δεν είναι σε θέση να πιέσουν, οι ΗΠΑ διότι θέλουν να ελαχιστοποιήσουν τις πιθανότητες θερμής ελληνοτουρκικής σύγκρουσης ιδιαίτερα στην εσωστρεφή κατάσταση που βρίσκονται αυτή την περίοδο κλπ.
Το ερώτημα είναι γιατί να τις δεχθεί η Ελλάδα. Το ότι οι άλλοι πιέζουν δεν είναι επαρκής αιτιολόγηση, διότι δεν είναι δυνατόν η χώρα να κάνει κάθε φορά αυτό για την οποία την πιέζουν διάφοροι. Δύο γενικές απαντήσεις όπως προκύπτουν και από κυβερνητικής πλευράς: Η μία είναι επειδή η Αθήνα δεν θέλει να χρεωθεί διπλωματικά την άρνηση της διαδικασίας στο πλαίσιο του blame game, κάτι που επιδιώκει η Τουρκία και το οποίο είναι πρόθυμοι να «ακούσουν» οι Γερμανοί και διάφοροι άλλοι ακριβώς για να αποφύγουν την επιβολή κυρώσεων με το ψευδο-επιχείρημα «αφού αρνείστε τις διερευνητικές, δεν μπορείτε μόνο να ζητάτε κυρώσεις»; Η δεύτερη είναι ότι η Ελλάδα θέλει να κερδίσει χρόνο μέχρι την πιθανή (ή αναπόφευκτη κατά άλλους) σύγκρουση για να τρέξουν εντωμεταξύ τα νέα εξοπλιστικά και να «δέσουν» οι νέες αμυντικο-διπλωματικές συμμαχίες.
Και οι δύο απαντήσεις εύλογες ακούγονται, πολύ περισσότερο που υπάρχει η διαβεβαίωση ότι η Αθήνα δεν είναι διατεθειμένη να συζητήσει οτιδήποτε άλλο πέραν της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ και ότι αν η Τουρκία θέσει άλλα θέματα που απορρίπτει η ελληνική πλευρά, τα οποία μετά βεβαιότητας θα θέσει, οι διερευνητικές θα λήξουν και ο 61ος γύρος θα έχει την κατάληξη των προηγούμενων 60.
Η Ελλάδα όμως δεν θα έχει χρεωθεί την άρνηση της διαδικασίας και η Τουρκία θα έχει αποκαλύψει για μία ακόμη φορά τις αναθεωρητικές και αποσταθεροποιητικές προθέσεις της.
Καλώς ως εδώ. Υπάρχει όμως μία «λεπτομέρεια». Η προϋπόθεση που είχε θέσει η Αθήνα ήταν ότι για να ξεκινήσουν οι διερευνητικές θα πρέπει να σταματήσουν οι προκλήσεις από πλευράς Άγκυρας. Ως παύση των προκλήσεων εξελήφθη η (προσωρινή) απόσυρση του Oruc Reis και όλα καλά. Εντωμεταξύ ο Τσαβούσογλου μιλώντας στους πρέσβεις των χωρών της ΕΕ απείλησε(!) ευθέως ότι αν στηρίξουν την Ελλάδα, το ερευνητικό πλοίο θα ξαναβγεί μαζί με τον στόλο, η Τουρκία δέσμευσε για ασκήσεις περιοχές στο Αιγαίο μέχρι τον… Δεκέμβριο, δηλαδή για ένα χρόνο, τουρκική ακταιωρός αποπειράθηκε να εμβολίσει σκάφος του Λιμενικού στα Ίμια και βέβαια παραμένει η νέα τουρκική εισβολή στην Αμμόχωστο και η διαρκής εισβολή στην κυπριακή ΑΟΖ.
Η κυπριακή διάσταση της τουρκικής επιθετικότητας
Και όλα αυτά δεν θεωρούνται προκλήσεις. Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο, την κυπριακή διάσταση της τουρκικής επιθετικότητας, που είναι και το πιο σοβαρό. Βγάζοντας αυτό εκτός προκλήσεων που αφορούν στην Ελλάδα, η Τουρκία επιτυγχάνει έναν στρατηγικό στόχο, να διαχωρίσει την Ελλάδα από τη Κύπρο κάτι που έχει καταλυτικές συνέπειες και στη αντίληψη τρίτων για την ελληνική εθνική πολιτική. Οι όποιοι τρίτοι τον διαχωρισμό αυτόν τον αντιλαμβάνονται ως εγκατάλειψη της Κύπρου από την Ελλάδα ή στην καλύτερη περίπτωση ως τήρηση αποστάσεων από τα θέματα ασφαλείας της Μεγαλονήσου. Πόσο σοβαρά μπορούν να αντιμετωπίζουν την αμυντική και αποτρεπτική πολιτική του ελληνικού κράτους όταν βλέπουν ότι αφήνει εκτός ατζέντας προκλήσεων το δεύτερο ελληνικό κράτος της περιοχής; Είναι προφανής αυτοϋπονόμευση της σοβαρότητας και της αποφασιστικότητας της ελληνικής γεωπολιτικής θεώρησης.
Έστω ότι αυτό γίνεται για λόγους τακτικής στο πλαίσιο που προαναφέρθηκε, προκειμένου να αποφευχθεί ο «μουτζούρης» στο εν εξελίξει blame game και ότι άλλες κινήσεις, η προ καιρού διπλή stealth αποστολή μαχητικών F-16 στη Κύπρο και η προηγούμενη επίσης stealth μετάβαση επιθετικών ελικοπτέρων Apache που προκάλεσαν εγκεφαλικά στους Τούρκους, οι συχνές κοινές ελλαδο-κυπριακές ασκήσεις με τη συμμετοχή και άλλων κρατών, οι τριμερείς συνεργασίες με Ισραήλ και Αίγυπτο και διάφορες άλλες κινήσεις στέλνουν το μήνυμα που πρέπει και ότι οι τρίτοι αντιλαμβάνονται ότι τώρα απλά γίνονται τακτικοί ελιγμοί.
Η υπόλοιπη συμπεριφορά της Τουρκίας όμως κάθε άλλο παρά σε αποκλιμάκωση παραπέμπει και δημιουργεί την εντύπωση ότι η Ελλάδα μόνο προσχηματικά ζητούσε αλλαγή συμπεριφοράς και ότι ένα φύλλο συκής όπως η απόσυρση του Oruc Reis αρκούσε για να προσέλθει στις διερευνητικές. Και από αυτό βγάζουν συμπεράσματα οι τρίτοι.
Έχουμε γράψει σε προηγούμενο άρθρο ότι τον τελευταίο χρόνο γίνονται πολλές σωστές κινήσεις σε διπλωματικό και εξοπλιστικό επίπεδο οι οποίες δείχνουν αλλαγή αντίληψης και υποδείγματος και μάλιστα σε συμπυκνωμένο χρόνο και ότι αυτό είναι πολύ θετικό, σχεδόν κοσμογονικό και θα πρέπει να πιστωθεί στις ηγεσίες των υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας. Επισημάναμε όμως επίσης ότι παραμένουν ισχυρές αντίρροπες δυνάμεις, παθογένειες και ξεπερασμένες αντιλήψεις δεκαετιών που είναι δύσκολο να ξεριζωθούν και ότι η προσπάθεια για αλλαγή σελίδας προκειμένου να απελευθερωθεί η χώρα από παγιωμένες πρακτικές και πολιτικές θα είναι δύσκολη και επίπονη. Ας ελπίσουμε ότι ο 61ος γύρος διερευνητικών επαφών, με όλες τις διαστάσεις και «μανούβρες» που περιγράφηκαν θα αποτελέσουν ένα ακόμη βήμα, έστω δια της τεθλασμένης, στη σωστή κατεύθυνση που φαίνεται να χαράσσεται.