Ο υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας και Διαχείρισης Κρίσεων Νίκος Χαρδαλιάς προέβη σε μια ανάρτηση στο Facebook με σκοπό να δώσει διευκρινίσεις σχετικά με το εθνικό εμβολιαστικό σχέδιο και τις δυνατότητες εμβολιασμού του ελληνικού κράτους. Στην εν λόγω δημοσίευση υπογράμμισε πως όταν αδειοδοτηθούν περισσότερα εμβόλια ώστε να διαθέτουμε και μεγαλύτερες ποσότητες φιαλιδίων, θα μπορούμε να φτάσουμε έως και δύο εκατομμύρια εμβολιασμούς τον μήνα.
Όπως εξηγεί, ως την Παρασκευή 8 Ιανουαρίου, 13 ημέρες από την έναρξη των εμβολιασμών, και σύμφωνα με το our world in data, η Ελλάδα είχε εμβολιάσει το 0,33% (34.787 εμβόλια) του πληθυσμού της όταν ο παγκόσμιος μέσος όρος εμβολίων είναι στο 0.23%. Υπάρχουν μόλις 7 χώρες παγκοσμίως που έχουν ξεπεράσει το 1%, εκ των οποίων μόνο η Δανία (1,76%) ανήκει στην ΕΕ.
Επιπλέον, στο πλαίσιο της συμφωνίας που έχει συνάψει η ΕΕ με τις παραγωγούς εταιρείες των εμβολίων που έχουν αδειοδοτηθεί έως τώρα (Pfizer και Moderna), και της σχετικής κλείδας που ορίζει τις εθνικές κατανομές σε κάθε κράτος μέλος, έχουν προγραμματιστεί να παραδοθούν για τον Ιανουάριο συνολικά 424.624 δόσεις, δηλαδή 212.312 εμβόλια. Ο αριθμός αυτός διατίθεται σύμφωνα με τις υποδείξεις της εθνικής επιτροπής εμβολιασμού στο υγειονομικό προσωπικό δημοσίων – ιδιωτικών νοσοκομείων και σε ιδιώτες γιατρούς, σε φιλοξενούμενους και εργαζόμενους σε δομές φροντίδας ηλικιωμένων και χρονίως πασχόντων και σε ηλικιωμένους άνω των 85 ετών.
Όσο για το αν η δυνατότητα εμβολιασμού θα παραμείνει στις περίπου 8.000 ημερησίως σε όλη τη διάρκεια του 2021, «όπως διάφοροι καλόπιστα (ή όχι) υπέθεσαν ή φοβήθηκαν», η απάντηση είναι αρνητική. «Ξεκινήσαμε από μερικές εκατοντάδες εμβόλια την ημέρα την πρώτη εβδομάδα, ανεβήκαμε στις 5.000 και στις 4 Ιανουαρίου, χθες υπερβήκαμε τις 8.000 και από 20 του μήνα που τα εμβολιαστικά κέντρα θα φτάσουν τα 189 με 367 εμβολιαστικές γραμμές, θα φτάσουμε τα 17.500 εμβόλια ημερησίως (περίπου 48 εμβόλια ανά ημέρα σε εμβολιαστική γραμμή) για τον υπόλοιπο Ιανουάριο με στόχο την εξάντληση της πλειονότητας των διαθεσίμων εμβολίων του πρώτου μήνα».
«Οι γραμμές εμβολιασμού αναπτύσσονται σταδιακά και όχι όλες μαζί διότι συσχετίζονται υποχρεωτικά:
- με το διαθέσιμο αριθμό εμβολίων που έχουμε παραλάβει. Τι νόημα θα είχε να αναπτύξουμε όλες τις γραμμές εμβολιασμού του τελικού πλάνου εμβολιασμού όταν δεν διαθέτουμε τα αντίστοιχα εμβόλια άραγε;
- την ανάγκη εκπαίδευσης του προσωπικού που διενεργεί τους εμβολιασμούς χρησιμοποιώντας ψηφιακά εργαλεία και διαδικασίες καταχώρισης που εφαρμόζονται για πρώτη φορά και
- την προσεκτική δοκιμή μιας εξαιρετικά συνθέτης εφοδιαστικής αλυσίδας διανομής των φιαλιδίων του εμβολίου υπό πολύ αυστηρές προδιαγραφές αποθήκευσης, ψύξης και μεταφοράς από τα 5 hubs σε όλη την Ελλάδα».
«Η σημαντική αβεβαιότητα που υπάρχει ακόμα γύρω από την παραγωγική ικανότητα της φαρμακοβιομηχανίας να παράγει και να προμηθεύει κάθε χώρα με τις αναγκαίες ποσότητες στη βάση των συμβατικών υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί, μας υποχρεώνει να κινούμαστε με συντηρητικά βήματα προς το παρόν».
Για παράδειγμα, σε αυτή τη φάση θα ήταν τουλάχιστον «ριψοκίνδυνη, αν όχι ανεύθυνη, μια εναλλακτική μονοδοσική στρατηγική από τη στρατηγική δύο δόσεων που εφαρμόζει η χώρα μας. Κι αυτό διότι η μονοδοσική στρατηγική θα εξαντλούσε, στο όνομα της ταχύτητας, πολύ γρήγορα τα λιγοστά διαθέσιμα αποθέματα χωρίς όμως να είναι σίγουρο ότι θα παραλάβουμε στην ώρα τους τις αναγκαίες ποσότητες για τη δεύτερη δόση, διακινδυνεύοντας έτσι να αχρηστευθεί και η πρώτη δόση για όσους εμβολιάστηκαν», προτάσσει.
Εν τέλει, ένα από τα ζητήματα που «καλούμαστε να διαχειριστούμε σε αυτή τη φάση είναι η σχέση περιορισμένης προσφοράς και αυξημένης ζήτησης. Ακόμα πιο μαζικοί εμβολιασμοί θα είναι εφικτοί στη χώρα μας όταν αδειοδοτηθούν περισσότερα εμβόλια ώστε να διαθέτουμε και μεγαλύτερες ποσότητες φιαλιδίων. Και φυσικά τότε, ναι, θα μπορούμε να φτάσουμε έως και δύο εκατομμύρια εμβολιασμούς τομ μήνα. Η παρουσίαση του τελικού σχεδίου ανάπτυξης εμβολιαστικών κέντρων δεν πρέπει να συγχέεται, όμως, με τις σημερινές δυνατότητες εμβολιασμού με βάση τα διαθέσιμα εμβόλια».