Τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου με την εισβολή των υποστηρικτών του Ντόναλντ Τραμπ στο Καπιτώλιο δεν είναι η κορύφωση της κρίσης, με αφορμή την αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος από τον απερχόμενο Πρόεδρο.
Είναι η κορυφή του παγόβουνου στο οποίο προσκρούει η ισχυρότερη Δημοκρατία του πλανήτη. Διότι η αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος και οι εμπρηστικοί χειρισμοί του Τραμπ είναι μόνο η αφορμή, όχι η αιτία.
Τα αίτια προϋπήρχαν, σωρεύιονταν επάνω στον ίδιο γενικό καμβά και βάθαιναν το ρήγμα στην αμερικανική κοινωνία η οποία εδώ και χρόνια μεταλλάσσεται με ραγδαίους ρυθμούς.
Ο Τραμπ πέταξε το σπίρτο αλλά το εύφλεκτο υπόστρωμα υπήρχε, αργά ή γρήγορα κάποιος θα πετούσε αναμμένο αποτσίγαρο ή θα προκαλούσε σπινθήρα. Μία τόσο βαθιά διαίρεση σε μία τόσο μεγάλή χώρα δεν επουλώνεται με τσιρότα, ούτε το μαμούθ στο σαλόνι της Αμερικανικής Δημοκρατίας κρύβεται κάτω από το χαλί.
Ήταν θέμα χρόνου. Μπορεί αυτό που έγινε στο Καπιτώλιο να είναι εκκωφαντικό σε επίπεδο εικόνας και καταλυτικό στον συμβολισμό του, αλλά δεν παύει να είναι μία απότομη, ταυτόχρονα δραματική και γκροτέσκα συμπύκνωση αυτού που συμβαίνει στη χώρα.
Υπάρχουν πλέον δύο Αμερικές. Μία η οποία αυτοπροσδιορίζεται ως παραδοσιακή Αμερική, «εθνική» Αμερική, όσο οξύμωρο και αν ακούγεται αυτό για μία πολυεθνική χώρα. Παρά τα πολυεθνικά θεμέλιά τους οι ΗΠΑ κατάφεραν να οικοδομήσουν έθνος, εθνικό χαρακτήρα, εθνική κουλτούρα, βασιζόμενες σε πολυεπίπεδες συνιστώσες με διαφορετικό ειδικό βάρος η κάθε μία στη συγκρότηση της εθνικής φυσιογνωμίας.
Το «ομότροπον» για να θυμηθούμε τον Ηρόδοτο, η κοινή κουλτούρα, το κοινό πολιτισμικό περιεχόμενο, υπήρξε βασικό στοιχείο εθνογένεσης το οποίο με τη σειρά του διαμορφώθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό από το κυρίαρχο δημογραφικά στοιχείο που ήταν οι λευκοί. Οι οποίοι ως επικρατούσα πληθυσμιακή ομάδα διαμόρφωσε και μία τυπική κυρίαρχη βάση «όμαιμου» στο πλαίσιο του γενικότερου φυλετικού προσδιορισμού, λευκοί, παρά τις επιμέρους εθνικές ομάδες που την απαρτίζουν (Αγγλοσάξωνες, Ιταλοί, Σκανδιναβοί, Έλληνες, Γερμανοί κλπ).
Ένα άλλο στοιχείο, το «ομόθρησκον», η χριστιανική θρησκεία, έπαιξε κεντρικό ρόλο στην πολιτισμική ομογενοποίηση και στη διαφυλετική γεφύρωση μεταξύ λευκών, μαύρων, ισπανόφωνων κλπ.
Και βέβαια το «ομόγλωσσον» το οποίο λειτούργησε και λειτουργεί συγκολλητικά στις πληθυσμιακές/εθνοτικές ψηφίδες της αμερικανικής κοινωνίας. Με ετερόκλητα υλικά διαμορφώθηκε μία ισχυρή εθνική συνείδηση η οποία δεν περιορίστηκε στους λευκούς. Αντιθέτως το μεγαλύτερο μέρος της έγχρωμης κοινότητας μοιράστηκε και μοιράζεται τον «αμερικανισμό» ως εθνικό αυτοπροσδιορισμό διατηρώντας παράλληλα την ιδιαίτερη φυλετική ταυτότητα.
Παρά τις αναπόφευκτές εντάσεις που πάντα υπάρχουν σε πολυεθνικά ή πολυφυλετικά κράτη (εδώ θέλουν να χωρίσουν οι Φλαμανδοί με τους Βαλόνους στο Βέλγιο) και παρά την υπαρκτή ρατσιστική θεώρηση κάποιων τμημάτων της αμερικανικής κοινωνίας που όμως δεν καθορίζουν τη γενική φυσιογνωμία της, υπήρξε διευρυνόμενη ενσωμάτωση, συμμετοχή αλλά και διάκριση των Αφροαμερικανών (και Αμερικανοασιατών) στο αμερικανικό γίγνεσθαι, (ακαδημαϊκοί, στρατιωτικοί, πολιτικοί, διοικητικοί, επιχειρηματίες κλπ) με αποκορύφωμα την εκλογή Αφροαμερικανού στο ύπατο αξίωμα.
Οικοδομήθηκε μία ανθεκτική, δυναμική ως προς τη διαστρωμάτωση, διαρκώς εμπλουτιζόμενη αλλά δίχως να απωλέσει τον βασικό προσδιορισμό εθνική ταυτότητα. Η ισχύς του αμερικανικού κράτους και το «αμερικανικό όνειρο» ως στοιχείο του «ομότροπου» επίσης έπαιξαν καίριο ρόλο σε αυτό.
Όλο αυτό το περίπλοκο εθνικό οικοδόμημα άρχισε να αμφισβητείται στα βασικά αμερικανικά εθνικά του χαρακτηριστικά από ένα ρεύμα προσκείμενο στους Δημοκρατικούς, τους οποίους όμως χρησιμοποίησε και χρησιμοποιεί ως πολιτικούς ξενιστές καθότι η ατζέντα του εν λόγω ρεύματος υπερβαίνει κατά πολύ ή και αναιρεί το παραδοσιακό πλαίσιο του Δημοκρατικού Κόμματος. Βασικά ζητούν κατάλυση, όχι επικαιροποίηση, του ίδιου του αμερικανικού περιεχομένου.
Απαιτούν ένταξή του στην παγκοσμιοποίηση δίχως τα μέχρι τώρα εθνικά πολιτισμικά διακριτικά και γνωρίσματά του. Αξιώνουν καταδίκη συλλήβδην της μέχρι τώρα αμερικανικής ιστορίας, αλλά και στράτευση των ΗΠΑ σε έναν παγκόσμιο αγώνα κατά της «λευκής υπεροχής» , όπως προπαγανδιστικά ονομάζουν αδιακρίτως τον Δυτικό πολιτισμό και κατά των πυλώνων του, της χριστιανικής θρησκείας, της λογοτεχνίας, της κλασικής παιδείας, των παραδόσεων, κλπ.
Για να γίνει αυτό πρέπει πρώτα οι ΗΠΑ να «αδειάσουν» από το αμερικανικό περιεχόμενο και να επαναπροσδιοριστούν ως κάτι άλλο. Είναι κραυγαλέο ότι σε αυτό το «κάτι άλλο» παρεισφρέουν από ριζοσπαστικές ισλαμικές ομάδες, έως διεθνιστικά ακροαριστερά, αναρχικά σχήματα με σκοτεινούς σπόνσορες.
Την άλλη πλευρά, την «παραδοσιακή» δεν την εκπροσωπούν βέβαια οι γραφικές φιγούρες των διαταραγμένων και πλιατσικολόγων που είδαμε από την εισβολή στο Καπιτώλιο. Αν, δοθείσης της ευκαιρίας, επιχειρηθεί να ταυτιστεί η συντηρητική Αμερική, των εγχρώμων συντηρητικών συμπεριλαμβανομένων, με τους βγαλμένους από κόμικς τύπους της εισβολής, απλά το χάσμα θα γίνει μεγαλύτερο.
Όπως το Δημοκρατικό Κόμμα δεν το εκπροσωπούν οι Antifa και οι ηλίθιοι που θέλουν να απαγορεύσουν τη διδασκαλία του Ομήρου ως «σεξιστή» και «ρατσιστή». Αυτές όμως είναι οι ράγες της σύγκρουσης. Τα επεισόδια στο Καπιτώλιο είναι ίσως η τελευταία προειδοποίηση πριν γίνουν «Καπιτώλιο» ολόκληρες οι ΗΠΑ. Αυτό δεν θα είναι καλό για κανέναν.