Οι πληροφορίες και το περιρρέον κλίμα εντός κι εκτός Ελλάδας προεξοφλούν ότι είναι θέμα χρόνου να εκκινήσουν οι διερευνητικές επαφές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Οι πιέσεις από τον ξένο παράγοντα, συγκεκριμένα από τις ΗΠΑ και τη Γερμανία, κλιμακώνονται. Το Βερολίνο θέλει να τις επικαλεστεί για να αποκρούσει το αίτημα για κυρώσεις κατά της Τουρκίας. Η Ουάσινγκτον, παρότι οι σχέσεις της με την Άγκυρα είναι οξυμένες, δεν έχει εγκαταλείψει τις προσπάθειες επαναφορά της στο δυτικό πλαίσιο, άρα επιθυμεί να μην έχει το επιπλέον πρόβλημα της ελληνοτουρκικής έντασης πολύ περισσότερο που υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να εξελιχθεί σε στρατιωτική σύγκρουση.
Ένα ερώτημα είναι αν η Ελλάδα έχει λόγο να προσέλθει στις διερευνητικές εν μέσω αδιάκοπων τουρκικών προκλήσεων και ύβρεων καθώς και αμείωτης επιθετικότητας. Ένα άλλο είναι αν η Αθήνα μπορεί να «στεγανοποιήσει» τη διαδικασία ώστε τα γνωστά θέματα που θα θέσει η Τουρκία να μην αποτελέσουν «κεκτημένο» είτε αν ο διάλογος πάρει επίσημη μορφή είτε στην αντίληψη τρίτων, ότι αποτελούν ατζέντα που συζητά η Ελλάδα.
Σε ό,τι αφορά στο πρώτο. Το σκεπτικό είναι ότι η Ελλάδα πρέπει να κερδίσει χρόνο απομακρύνοντας την ώρα της πιθανής σύγκρουσης, ώστε εντωμεταξύ αφενός να τρέξουν τα εξοπλιστικά και να αναβαθμιστεί η ισχύς των Ενόπλων Δυνάμεων, αφετέρου να διευρυνθούν και να μορφοποιηθούν περαιτέρω οι διπλωματικές συνεργασίες και συμμαχίες οι οποίες έχουν αποτρεπτική διάσταση. Σχετικά με το δεύτερο. Η απάντηση είναι και ναι και όχι. Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική πλευρά δεν μπορεί να αποτρέψει την τουρκική αντιπροσωπεία από το να θέσει τα θέματα που για εμάς είναι εκτός συζήτησης, όπως ζητήματα κυριαρχίας κλπ. Από την άλλη, προτάσσεται το επιχείρημα ότι επειδή η διαδικασία είναι άτυπη, δεν συνιστά επίσημο διάλογο, δεν έπεται ότι τα θέματα που θα θέσει η Τουρκία αποτελούν τμήμα κανονικού διαλόγου. Αυτός είναι και ο λόγος που οι προηγούμενοι 60 γύροι διερευνητικών επαφών επί σχεδόν μία εικοσαετία, μέχρι που διακόπηκαν το 2016, δεν κατέληξαν πουθενά.
Η εκτίμηση είναι ότι και αυτός ο γύρος θα έχει την τύχη των προηγούμενων. Αυτή είναι η λογική κατάληξη, διότι είναι αδύνατον να διανοηθεί κάποιος ότι η ελληνική κυβέρνηση θα αποδεχθεί ως επίσημη ατζέντα συζήτησης τις τουρκικές διεκδικήσεις. Το έχει ξεκαθαρίσει εξάλλου κα ο πρωθυπουργός ότι τα μόνα θέματα προς διερεύνηση είναι η οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας. Από εκεί και πέρα υπάρχουν δύο επιπλέον θέματα, μεταξύ άλλων, που χρήζουν προσοχής. Το να εμφανίζεται η Ελλάδα πρόθυμη να προσέλθει σε διερευνητικές εν μέσω απειλών και επιθετικότητας με διακηρυγμένο στόχο την αμφισβήτηση της κυριαρχίας της, ενέχει τον κίνδυνο να εκληφθεί ως αδυναμία και ως πρόθεση συμβιβασμού με αυτές τις διεκδικήσεις.
Επίσης, είναι οξύμωρο και εν πολλοίς αναξιοπρεπές να γίνεται αποδεκτή η Γερμανία ως μεσολαβήτρια από τη στιγμή που είναι στρατηγικός σύμμαχος με την Τουρκία και δεν το κρύβει. Προφανώς και είναι δικαίωμα της να κάνει τις επιλογές της με βάση την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της όπως τα αντιλαμβάνεται, αλλά η Ελλάδα δεν είναι υποχρεωμένη να αποδέχεται ως μεσολαβήτρια μία χώρα η οποία αντιστρατεύεται τα δικά της συμφέροντα και ευνοεί αυτά του αντιπάλου της. Κοντός ψαλμός. Αν τελικά ξεκινήσουν οι διερευνητικές, κάτι το οποίο δεν είναι βέβαιο δεδομένης της τουρκικής συμπεριφοράς, και η Ελλάδα τις χρησιμοποιήσει ως τακτικό ελιγμό για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, ο 61ος γύρος θα έχει την τύχη των προηγούμενων 60. Αν όχι θα υπάρχει πρόβλημα.