Κόσμος

Χριστούγεννα: Η πιο γιορτινή ημέρα του χρόνου είναι εδώ

Χριστούγεννα: Στολισμένα σπίτια, φωτάκια, δώρα, γλυκά, ευχές συνθέτουν το σκηνικό της ομορφότερης εποχής.

Στη σκιά της πανδημίας του κορωνοϊού και με αυστηρά περιοριστικά μέτρα γιορτάζονται φέτος τα Χριστούγεννα σε όλον τον κόσμο, όμως το πνεύμα παραμένει. Μακριά ή κοντά με τα αγαπημένα μας πρόσωπα, η σημερινή ημέρα σημαίνει αγάπη, ειρήνη, αισιοδοξία και ελπίδα για καλύτερες μέρες. Γιατί το 2020 θα φύγει σύντομα και μαζί με την ανατολή του νέου έτους θα επιστρέψουν όλα όσα στερηθήκαμε όλους αυτούς τους μήνες.

Μέχρι να αποχαιρετήσουμε όμως την τρέχουσα χρονιά ας δούμε τι γιορτάζουμε σήμερα.

Τα Χριστούγεννα (σύνθετη λέξη της δημοτικής Χριστός + γέννα) είναι η ετήσια χριστιανική εορτή της γέννησης του Χριστού και κατ’ επέκταση το σύνολο των εορτών από εκείνη την ημέρα, τις 25 Δεκεμβρίου, μέχρι τα Θεοφάνια (“Γιορτές των Χριστουγέννων”). Την ημέρα των Χριστουγέννων γιορτάζουν ο Χρήστος, η Χρυσούλα και η Χριστίνα. Το χρονικό διάστημα που περικλείει τις γιορτές των Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Θεοφανείων, ονομάζεται στη λαογραφία και Δωδεκαήμερο.

Η παράδοση θεωρεί ότι η αρχαιότερη ομιλία για τη γιορτή των Χριστουγέννων εκφωνήθηκε από τον Μέγα Βασίλειο στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το έτος 376 μ.Χ. Άλλες Ιστορικές πηγές επισημαίνουν πως ο εορτασμός των Χριστουγέννων άρχισε να τηρείται στη Ρώμη γύρω στο 335, αν και κάποιοι ερευνητές βασιζόμενοι σε αρχαίους ύμνους με χριστουγεννιάτικη θεματολογία θεωρούν ότι τα πρώτα βήματα που οδήγησαν στον εορτασμό αυτό έγιναν μέσα στον 3ο αιώνα.

Επί Πάπα Ιουλίου Α’ (337-352) τα Χριστούγεννα σταμάτησαν να γιορτάζονται μαζί με τα Θεοφάνεια και θεσπίσθηκε ως επέτειος η 25 Δεκεμβρίου κατόπιν έρευνας των αρχείων της Ρώμης, όπως πιστεύεται, επί της απογραφής που έγινε επί αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου, σε συνδυασμό με υπολογισμό ρήσης του Ευαγγελίου (το οποίο και συνέτεινε) του Προδρόμου λεχθείσα περί τον Χριστόν: “Εκείνος δει αυξάνειν, εμέ δε ελατούσθαι” (Ιωάνν. γ’30). Με βάση αυτή την υποθετική πηγή, η Γέννηση του Χριστού ορίσθηκε κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο όπου και αρχίζει η αύξηση των ημερών. Στον καθορισμό της 25ης Δεκεμβρίου ως ημερομηνίας εορτασμού συντέλεσαν προφανώς η μεγάλη εθνική εορτή του “ανίκητου” θεού Ήλιου (Dies Natalis Solis Invicti) και ο εορτασμός των γενεθλίων του Μίθρα που ήταν διαδεδομένα σε όλη την επικράτεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με την έννοια ότι η επιλογή αυτής της ημέρας ως ημέρας γέννησης του Χριστού είχε να κάνει με την προσπάθεια αντικατάστασης των παγανιστικών (μη χριστιανικών) γιορτών που τηρούνταν εκείνον τον καιρό, όπως τα Σατουρνάλια και τα Μπρουμάλια.

Συνεπώς, όταν ο Χριστιανισμός έγινε η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, προσπάθησε να απορροφήσει και να δώσει νέα διάσταση και νέα σημασία σε πανάρχαια λατρευτικά έθιμα και λατρευτικές συνήθειες αιώνων. Πάντως, παρά τις απαγορεύσεις της εκκλησίας για πολλές από τις εκδηλώσεις που τελούνταν στην αντίστοιχη του Δωδεκαημέρου περίοδο ή τις νομοθεσίες, αυτές διατηρήθηκαν κυρίως στην ύπαιθρο καθ’ όλη την διάρκεια των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων, μέχρι τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Σε μεταγενέστερη εποχή πολλά από τα έθιμα τους (ανταλλαγή δώρων, γλέντια, χαρτοπαίγνια κ.ο.κ.) μεταβιβάστηκαν στον εορτασμό τής Πρωτοχρονιάς.

Από τη Δύση ο εορτασμός της Γεννήσεως στις 25 Δεκεμβρίου πέρασε και στην Ανατολή γύρω στο 376. Το 386 ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρότρυνε την εκκλησία της Αντιόχειας να συμφωνήσει στην 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της Γέννησης. Τον καιρό του Αγ. Αυγουστίνου (354-430) η ημερομηνία της Γιορτής της Γέννησης είχε καθοριστεί, πάντως ο Αυγουστίνος την παραλείπει από τον κατάλογό του με τις σημαντικές χριστιανικές επετείους (PL 33.200).

Με τον χρόνο επεκράτησε σε όλο τον χριστιανικό κόσμο εκτός της Αρμενικής Ορθόδοξης Εκκλησίας που συνεχίζει τον συνεορτασμό με τα Θεοφάνεια.

Το 529 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός απαγόρευσε την εργασία και τα δημόσια έργα κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων και τα ανακήρυξε δημόσια αργία. Ως το 1100, καθώς είχε επεκταθεί η δράση των ιεραποστολών στις παγανιστικές ευρωπαϊκές φυλές, όλα τα έθνη της Ευρώπης γιόρταζαν τα Χριστούγεννα. Εντούτοις, αργότερα, εξαιτίας της Μεταρρύθμισης απαγορεύτηκε ή περιορίστηκε κατά περιόδους η τήρησή του εορτασμού τους σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική, καθώς θεωρούνταν ότι περιλάμβανε σε μεγάλο βαθμό ειδωλολατρικά στοιχεία.

Η σύγχρονη Χριστουγεννιάτικη κουλτούρα διαμορφώθηκε ως επί το πλείστον τον 19ο αιώνα στη Δυτική Ευρώπη και Αμερική.  Οι επικριτές των σύγχρονων Χριστουγέννων κάνουν λόγο για χαρακτηριστικά εμπορευματοποίησης και υλισμού που δεν πρεσβεύουν τις αρχές του Χριστιανισμού. Ωστόσο, αν και στις 25 Δεκεμβρίου γιορτάζουμε τη γέννηση του Χριστού, η ακριβής χρονολόγηση της ζωής του Ιησού είναι αδύνατη αφού οι υπάρχουσες μαρτυρίες που προέρχονται από την Καινή Διαθήκη χαρακτηρίζονται από χρονολογική ασάφεια και επίσης το αφετηριακό 1 μ.Χ. δεν εναρμονίζεται επακριβώς με τα γενικότερα ιστορικά δεδομένα των χρόνων εκείνων.

Η γέννηση του Ιησού τοποθετείται γύρω στο 7 ή 6 π.Χ. ή μεταξύ του 4 ως 1 π.Χ.

Αυτό συμβαίνει καθώς το σημερινό ημερολόγιο, στηρίζεται βασικά στους υπολογισμούς του μοναχού και αστρονόμου Διονυσίου του Μικρού, που κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. καθόρισε με τα δεδομένα που είχε τότε, το έτος 754 από κτίσεως Ρώμης ως το χρόνο της γέννησης του Ιησού, αντί του έτους 747 όπως θα έπρεπε με τα σημερινά δεδομένα. Αυτό σημαίνει πως, αν σήμερα ήταν δυνατό να γίνει επανακαθορισμός του παγκόσμιου ημερολογίου, η αρχή του χριστιανικού ημερολογίου θα βρισκόταν επτά περίπου χρόνια νωρίτερα. Τη στιγμή αυτή, συμβαίνει το παράδοξο να θεωρούμε ότι εξαιτίας των λανθασμένων υπολογισμών, η γέννηση του Ιησού να τοποθετείται σε χρόνια προ Χριστού πρέπει να γεννήθηκε στις 30 Μαΐου και όχι στις 25 Δεκεμβρίου.

Πέρα από αυτό, τα λίγα στοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη κατά προσέγγιση χρονολόγηση της γέννησης του Ιησού, προέρχονται κυρίως από το Ευαγγέλιο του Λουκά και του Ματθαίου και αφορούν:

  • Τη γέννηση του Ιησού επί αυτοκράτορα Αυγούστου (Λουκ. 2,1), του οποίου η βασιλεία διήρκεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.).
  • Τη γέννηση του Ιησού “εν ταις ημέραις Ηρώδου βασιλέως της Ιουδαίας” (Λουκ. 1,5), του οποίου επίσης η βασιλεία στην Ιουδαία ήταν από τις μακρότερες χρονικά (37-4 π.Χ.).
  • Στις περιγραφές για το άστρο της Βηθλεέμ (Ματθ. 2,2).
  • Στα γεγονότα της “πρώτης” απογραφής, η οποία “εγένετο ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου” (Λουκ. 2,2) (12-8 π.Χ. ή 8-6 π.Χ.).

Πότε καθιερώθηκε ο στολισμός του Χριστουγεννιάτικου δέντρου:

Το χριστουγεννιάτικο δένδρο καθιερώθηκε τον 8ο αιώνα από τον Άγιο Βονιφάτιο, ο οποίος διαδίδοντας τον Χριστιανισμό στους Γερμανούς, έπρεπε να αντικαταστήσει τις δοξασίες των γηγενών πληθυσμών. Συγκεκριμένα, οι αρχαίοι Γερμανοί λάτρευαν τον ιερό δρυ (βελανιδιά) και ο Βονιφάτιος τους τον αντικατέστησε με το χριστουγεννιάτικο έλατο. Πολλούς αιώνες αργότερα, το 1539, ο Μαρτίνος Λούθηρος θα κρεμάσει πάνω στο έλατο φαγώσιμα ή είδη ρουχισμού.

Αυτά τα χρήσιμα δώρα θα αντικατασταθούν, αργότερα, με τα σημερινά στολίδια, τις μπάλες, τα λαμπάκια κλπ. Το πρώτο Χριστουγεννιάτικο δένδρο στην Ελλάδα στολίστηκε το 1833 στο Ναύπλιο, έξω από το σπίτι του Όθωνα. Στη συνέχεια, όταν η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Αθήνα, η οικία του Όθωνα ήταν το μοναδικό στολισμένο σπίτι στην Αθήνα.

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο