Όπως γράφει το Έθνος η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού των υπαλλήλων και του κατώτατου ημερομισθίου των εργατοτεχνιτών, αναβάλλεται για τέσσερις μήνες. Οι πληροφορίες αναφέρουν πως η σχετική διάταξη περιλαμβάνεται του υπουργείου Εργασίας περιλαμβάνεται στο πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Υγείας το οποίο ψηφίζεται την Δευτέρα στη Βουλή με την διαδικασία του κατεπείγοντος.
Σημειώνεται πως το χρονοδιάγραμμα για τον κατώτατο μισθό, προέβλεπε πως η διαδικασία αναπροσαρμογής θα γινόταν στα τέλη Νοεμβρίου 2ο20 και ότι ο υπουργός θα εισηγούνταν στο τελευταίο 15μερο του Μαρτίου 2029, τον νέο κατώτατο.
Όπως γράφει το Έθνος, το νομοσχέδιο που ψηφίζεται στη Βουλή με την διαδικασία του κατεπείγοντος, περιλαμβάνει την παραπάνω πρόβλεψη. Με προηγούμενη διάταξη, οριζόταν πως το ύψος του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου πρέπει να καθορίζεται “λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών, και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών“, από τον υπουργό, ο οποίος λαμβάνει υπόψη τις προβλέψεις των εμπειρογνωμόνων αλλά δεν δεσμεύεται από αυτές.
Yπενθυμίζει πως ο πρωθυπουργός είχε συνδέσει προεκλογικά τον κατώτατο μισθό με την ανάπτυξη, εξαγγέλλοντας πως οι αυξήσεις θα κινούνταν με διπλάσια ταχύτητα από το ΑΕΠ. Σε συνθήκες πανδημίας ωστόσο το ΑΕΠ αναμένεται να “βυθιστεί” και υπάρχει κίνδυνος να συμπαρασύρει και τους μισθούς, με τις μειώσεις να είναι πλέον θεσμοθετημένες.
ΓΣΕΕ: Ο κατώτατος μισθός είναι κάτω από το όριο της φτώχιας
Σε έκθεσή του, που δόθηκε στην δημοσιότητα πριν από μερικές ημέρες, το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, υπογραμμίζει πως ο κατώτατος μισθός στη χώρα μας είναι κάτω από το όριο της φτώχειας και ζητεί αναπροσαρμογή του, μέσω της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας και του διαλόγου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Προτείνουν να προσαρμοστεί στο 60% του διάμεσου μισθού, ώστε το όριο της σχετικής φτώχειας να γίνει το κατώτατο όριο της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Ανέφερε συγκεκριμένα:
“Ένας αξιοπρεπής κατώτατος μισθός διαβίωσης θα μπορούσε να προκύψει από την προσαρμογή του κατώτατου μισθού στο 60% του διάμεσου μισθού. Το όριο του 60% του εθνικού διάμεσου εισοδήματος χρησιμοποιείται ευρέως στον ορισμό της σχετικής φτώχειας (at risk of poverty), ενώ το όριο του 50% είναι ένδειξη απόλυτης φτώχειας (absolute poverty). Βάσει αυτών των κριτηρίων στην Ελλάδα ο κατώτατος μισθός είναι κάτω από το όριο της σχετικής και της απόλυτης φτώχειας. Με άλλα λόγια, ο κατώτατος μισθός δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μισθός αξιοπρεπούς διαβίωσης, δηλαδή δεν διασφαλίζει στον εργαζόμενο την κάλυψη βασικών του αναγκών και τη δυνατότητα συμμετοχής του στην κοινωνική και πολιτισμική ζωή, που συνιστούν θεμελιακά κοινωνικά δικαιώματα“.
Στην έκθεση επίσης περιλαμβάνεται η πρόταση για ένα πρόγραμμα εγγυημένης από το Δημόσιο απασχόλησης, ώστε να συγκρατηθεί η ανεργία, μετά την πανδημία.
Επίσης, σε σχόλιό του ο εργατολόγος Διονύσης Τεμπονέρας, ανέφερε, σχετικά: “Η «εξαγγελθείσα» αύξηση του κατώτατου μισθού, πάει ακόμα πιο πίσω, με αποτέλεσμα 600.000 εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, να παραμένουν καθηλωμένοι στον υποκατώτατο μισθό, που «άτυπα», θέσπισε η κυβέρνηση δια των αναστολών συμβάσεων εργασίας 10 μήνες τώρα (άρθρο 83)”. Πρόσθετε δε πως “το πρόγραμμα «ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ» με τις μειωμένες αποδοχές (έως και 20%) μέχρι τέλος Φεβρουαρίου (άρθρο 85)”.