Η Ελένη Γιαμμαρέλου, λοιμωξιολόγος και μέλος της Επιτροπής του υπουργείου Υγείας μίλησε για τα μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση και την πορεία της πανδημίας του κορωνοϊού στην Ελλάδα.
Η λοιμωξιολόγος τόνισε, στην εκπομπή LIVE NEWS και τον Νίκο Ευαγγελάτο, ότι στη χθεσινή τηλεδιάσκεψη της Επιτροπής, που κράτησε πέντε ώρες, όλοι εμφανίστηκαν προβληματισμένοι. «Θέλουμε να κάνουμε τον κόσμο να νιώσει Χριστούγεννα, κι όταν του τα στερείς όλα σημειώνοντας την πίεση στα νοσοκομεία, τι κάνουμε σε αυτή την περίπτωση; Είναι μια ισορροπία εξαιρετικά δύσκολη. Αν τα ανοίγαμε όλα θα βλέπαμε μια τεράστια διασπορά με τη μορφή του τρίτου κύματος», σημείωσε.
«Μπορεί να φέρουν κρούσματα, όχι εκείνα που δεν μπορούν να μαζευτούν», πρόσθεσε σχολιάζοντας για το μερικό άνοιγμα της αγοράς.
Όταν ρωτήθηκε για το αν θα ανοίξουν τα σχολεία στις 7 Ιανουαρίου με δεδομένη τη μικρή αύξηση των κρουσμάτων, σημείωσε ότι η εκπαίδευση είναι ένα άλλο ζήτημα. «Η προοπτική είναι ότι τα δημοτικά σχολεία θα ανοίξουν 7 Ιανουαρίου. Όλα θα ζυγιστούν. Ο σκοπός μας είναι να γλιτώσουμε ένα τρίτο κύμα καθώς πηγαίνουν για τους εμβολιασμούς», τόνισε η λοιμωξιολόγος.
Να θυμίσουμε ότι στο ίδιο μοτίβο κινήθηκαν και οι δηλώσεις του Στέλιου Πέτσα στη σημερινή ενημέρωση για τα νέα μέτρα που αποφάσισε η κυβέρνηση.
«Παρά το γεγονός ότι παρήλθαν πέντε εβδομάδες από την εφαρμογή του δεύτερου lockdown, η επιδημιολογική κατάσταση στη χώρα παραμένει επιβαρυμένη. Τα κρούσματα σε εθνικό επίπεδο παραμένουν υψηλά. Τα πιο πολλά -ανά 100.000 κατοίκους πληθυσμού- εντοπίζονται στους Νομούς Πιερίας, Δράμας, Κιλκίς, Πέλλας, Ξάνθης, Ημαθίας, Θεσσαλονίκης, Λάρισας και Φλώρινας. Ανησυχητική κρίνεται -με βάση τον κυλιόμενο μέσο όρο των 7 ημερών- και η κατάσταση στη Δυτική Αττική. Την ίδια στιγμή, πιεστική εξακολουθεί να παραμένει και η κατάσταση στα δημόσια νοσοκομεία και ιδίως στις ΜΕΘ των οποίων το ποσοστό κάλυψης ανέρχεται σε 83% στην Επικράτεια, 77% στην Αττική και 91% στη Θεσσαλονίκη», είπε ο Στέλιος Πέτσας.
Στη συνέχεια πρόσθεσε: «Το συμπέρασμα από την αξιολόγηση των δεδομένων δεν είναι δυστυχώς ικανοποιητικό: Δεν πέφτουν τα κρούσματα και δεν αποσυμφορούνται οι ΜΕΘ στο βαθμό που αναμενόταν. Με ευθύνη όλων μας. Δεν μπορούμε, κατ’ επέκταση, να προχωρήσουμε σε επανεκκίνηση οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων με τον τρόπο και στον χρόνο που όλοι θα θέλαμε. Καταστάσεις συνωστισμού -όπως αυτές που είδαμε στη Βρετανία και τη Γαλλία- χτυπούν ένα καμπανάκι κινδύνου σε όλους μας. Είναι αναγκαίο να αποφευχθούν τέτοιες εικόνες στη χώρα μας. Και είναι στο χέρι μας».