Στις τελευταίες μετρήσεις στα λύματα του πολεοδομικού συγκροτήματος, στην έρευνα που διεξάγει διεπιστημονική ομάδα του ΑΠΘ, σε συνεργασία με την ΕΥΑΘ, προκύπτει τάση σταθεροποίησης στα πολύ υψηλά επίπεδα των αρχών Νοεμβρίου, όταν δηλαδή η Θεσσαλονίκη έμπαινε στην γκρι ζώνη των πιο επιβαρυμένων επιδημιολογικά περιοχών της χώρας, με εφαρμογή αυστηρών περιοριστικών μέτρων.
Στο σχετικό διάγραμμα, που αποτυπώνει τις μετρήσεις του ιικού φορτίου στα λύματα της Θεσσαλονίκης από την αρχή της επιδημιολογικής έξαρσης, παρατηρείται πως στις τελευταίες τέσσερις δειγματοληψίες, από τις 25 Νοεμβρίου έως και τις 2 Δεκεμβρίου, έχει ανακοπεί η τάση μείωσης που ξεκίνησε να καταγράφεται στις τέσσερις πιο προηγούμενες μετρήσεις, των δειγματοληψιών από 16 έως 23 Νοεμβρίου.
Γιατί «κόλλησε» η Θεσσαλονίκη
Η διεπιστημονική ομάδα του ΑΠΘ αξιοποιώντας και τα δεδομένα από τις μετρήσεις που κάνει για τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αναζητεί τεκμηριωμένες απαντήσεις, στο ερώτημα γιατί η κατάσταση στη Θεσσαλονίκη δεν βελτιώνεται, όπως θα περίμενε κανείς μετά την επιβολή των αυστηρών περιοριστικών μέτρων.
«Το πολύ υψηλό ιικό φορτίο είναι η κυριότερη αιτία για τους αργούς ρυθμούς αποκλιμάκωσης από τη στιγμή που ελήφθησαν τα μέτρα. Όσο πιο υψηλό το ιικό φορτίο, τόσο περισσότερο χρόνο χρειάζονται τα μέτρα για να αποδώσουν. Αυτό είναι σαφές και επιπλέον θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και το δεδομένο ότι τα μέτρα που εφαρμόστηκαν από τον Νοέμβριο, δεν ήταν από την αρχή αντίστοιχα εκείνων της περασμένης άνοιξης».
Είναι επίσης, εμφανής «στην κίνηση που υπάρχει στους δρόμους, μία μεγαλύτερη χαλαρότητα των πολιτών, σε σχέση με τον περασμένο Απρίλιο, που εξηγείται μεν από την κόπωση που έχει επέλθει, όμως σε καμία περίπτωση δε δικαιολογείται, τη στιγμή που υπάρχει ασφυκτική πίεση στα νοσοκομεία της πόλης και το πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση μπορεί πλέον να το αντιληφθεί ο καθένας μας, που σίγουρα πια γνωρίζει για κάποιον που νόσησε, κάποιον που απεβίωσε από επιπλοκές του ιού», επεσήμανε ο πρύτανης του ΑΠΘ, δίνοντας μία ερμηνεία για την επιδημιολογική εικόνα της πόλης.
Επιπρόσθετα, έθεσε και κάποιες ακόμα παραμέτρους. «Όταν αποφασίστηκε η αναστολή των περισσότερων δραστηριοτήτων και τα μέλη των οικογενειών βρέθηκαν όλα μαζί κλεισμένα στα σπίτια, αυτό δημιούργησε και νέες εστίες, καθώς υπήρχαν ήδη πάρα πολλοί ασυμπτωματικοί φορείς στην κοινότητα και μέσα στον ίδιο χώρο δημιουργήθηκαν νέες επιμολύνσεις».
«Και ένα ακόμη ζήτημα που ίσως δεν αντιμετωπίστηκε επαρκώς αφορά χώρους εν δυνάμει υπερμετάδοσης του ιού και κυρίως τα λεωφορεία και τις λαϊκές αγορές. Ίσως θα μπορούσαν να ληφθούν περαιτέρω μέτρα εκεί, υπάρχουν λύσεις που έχουν εφαρμοστεί επιτυχώς σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, λύσεις που θα μπορούσαμε να εφαρμόσουμε άμεσα, όπως για παράδειγμα η προσωρινή ένταξη τουριστικών λεωφορείων στον στόλο του ΟΑΣΘ για την ασφαλή μετακίνηση των πολιτών, όπως το μεγαλύτερο άπλωμα των πάγκων στις λαϊκές αγορές κλπ», τόνισε ο πρύτανης.
Είναι σωστά τα μέτρα που έχουν ανακοινωθεί;
«Η εκτίμηση που επιβεβαιώνεται και από τους ελέγχους στα δείγματα που λαμβάνουμε στο Εργαστήριο από νοσοκομεία και δομές μέσω του ΕΟΔΥ, είναι πως υπάρχει σταθεροποίηση των κρουσμάτων σε υψηλά επίπεδα, δεν υπάρχει η μείωση που αναμέναμε και αυτό ίσως οφείλεται στη μη αυστηρή τήρηση των μέτρων», είναι η ερμηνεία που δίνει για την επιδημιολογική εικόνα της Θεσσαλονίκης η Διευθύντρια του Α’ Εργαστηρίου Μικροβιολογίας του ΑΠΘ και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας, καθηγήτρια Άννα Παπά Κονιδάρη.
«Αν ήμαστε όλοι πιο συνεπείς, αν τηρούσαμε με μεγαλύτερη ευλάβεια τα μέτρα η εικόνα θα ήταν καλύτερη», δήλωσε η κ. Παπά στο ΑΠΕ ΜΠΕ. Στο πλαίσιο αυτό, εξήγησε πως «με γεμάτες τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας είναι πρόωρη η συζήτηση για την άρση των περιοριστικών μέτρων στη Θεσσαλονίκη, εξακολουθεί να είναι δύσκολη η κατάσταση και κάθε μέρα στην Επιτροπή γίνονται συζητήσεις πάνω σε όλα τα επιδημιολογικά στοιχεία».
Ερωτηθείσα, αν η διαπίστωση αυτή οδηγεί σε συζητήσεις στην Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων σχετικά με ενδεχόμενη ανάγκη λήψης πιο αυστηρών μέτρων, η καθηγήτρια απάντησε: «Τα μέτρα είναι σωστά, απλώς πρέπει να τηρηθούν σωστά. Απαιτείται μεγαλύτερη προσπάθεια. Αν τα μέτρα δε λειτουργούσαν η αύξηση των κρουσμάτων θα ήταν εκθετική, η διασπορά θα ήταν τέτοια που δε θα μπορούσαν να λειτουργήσουν τα νοσοκομεία. Όμως δε μας αρκεί η σταθερότητα, αυτό που θέλουμε είναι και πτώση των δεικτών, που σημαίνει ακόμη πιο αυστηρή τήρηση των μέτρων».