Μια μικρή ομάδα σημείων στην πόλη, όπου οι πολίτες επισκέπτονται συχνά, αντιπροσωπεύουν την μεγάλη πλειοψηφία της μεταδοτικότητας του κορωνοϊού στις μεγάλες πόλεις, σύμφωνα με μια νέα μελέτη μοντελοποίησης. Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature, υποδηλώνει ότι η μείωση της μέγιστης χωρητικότητας σε τέτοια μέρη μπορεί να επιβραδύνει σημαντικά την εξάπλωση της νόσου COVID-19.
«Το μοντέλο μας προβλέπει ότι ο περιορισμός αυτών των σημείων ενδιαφέροντος στο 20% της μέγιστης πληρότητάς τους μπορεί να μειώσει τις λοιμώξεις κατά περισσότερο από 80%, αλλά χάνουμε μόνο περίπου το 40% των επισκέψεων σε σύγκριση με ένα πλήρες άνοιγμα με τη συνήθη μέγιστη χωρητικότητα», δήλωσε ο Jure Leskovec, συγγραφέας της μελέτης και αναπληρωτής καθηγητής Επιστήμης Υπολογιστών στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ.
«Η έρευνά μας υπογραμμίζει το γεγονός ότι δεν χρειάζεται να είναι όλα κλειστά, ή τίποτα κλειστό», είπε. Το επιστημονικό μοντέλο εντόπισε τις εστίες υπερμετάδοσης του κορωνοϊού Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα τοποθεσίας κινητών τηλεφώνων από την SafeGraph για να μοντελοποιήσουν την πιθανή εξάπλωση της νόσου Covid-19 σε 10 από τις μεγαλύτερες μητροπολιτικές περιοχές στις Ηνωμένες Πολιτείες: Ατλάντα, Σικάγο, Ντάλας, Χιούστον, Λος Άντζελες , Μαϊάμι, Νέα Υόρκη, Φιλαδέλφεια, Σαν Φρανσίσκο και Ουάσιγκτον. Τα δεδομένα, που αντιπροσωπεύουν τις ωριαίες κινήσεις συνολικά 98 εκατομμυρίων ανθρώπων, περιλάμβαναν μοτίβα κινητικότητας από τον Μάρτιο έως τον Μάιο.
Οι ερευνητές εξέτασαν τον αριθμό των κρουσμάτων COVID-19 για κάθε περιοχή και εξέτασαν προσεκτικά το πόσο συχνά οι πολίτες ταξίδεψαν σε συγκεκριμένες μη κατοικημένες περιοχές ή «σημεία ενδιαφέροντος» στην πόλη.
Σε αυτές τις τοποθεσίες περιλαμβάνονται παντοπωλεία, γυμναστήρια, καφετέριες και σνακ μπαρ, ιατρεία, θρησκευτικά ιδρύματα, ξενοδοχεία και μοτέλ και εστιατόρια.
«Κατά μέσο όρο σε όλη την έκταση μιας μητρόπολης, εστιατόρια (πλήρους αλλά και περιορισμένης εξυπηρέτησης), γυμναστήρια, ξενοδοχεία, καφετέριες και θρησκευτικά ιδρύματα παρήγαγαν τις μεγαλύτερες προβλεπόμενες αυξήσεις στις λοιμώξεις COVID-19, όταν άνοιξαν ξανά», έγραψαν οι ερευνητές στην μελέτη τους. Το μοντέλο προέβλεπε ότι «οι μολύνσεις συμβαίνουν πολύ άνισα: υπάρχει περίπου ένα 10% σημείων ενδιαφέροντος στην πόλη που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 80% όλων των λοιμώξεων και αυτά είναι μέρη που είναι μικρότερα, πιο πολυσύχναστα και οι άνθρωποι κατοικούν εκεί περισσότερο», είπε ο Leskovec.
Το μοντέλο προέβλεψε επίσης ότι τα άτομα που ζούσαν σε γειτονιές με χαμηλότερο εισόδημα, με βάση τα στοιχεία της απογραφής, ήταν πιο πιθανό να έχουν μολυνθεί, εν μέρει λόγω του τρόπου με τον οποίο κατοικίες και καταστήματα στις περιοχές αυτές τείνουν να είναι μικρότερα σε μέγεθος, οδηγώντας σε συνωστισμό και αύξηση του κινδύνου εξάπλωσης της COVID-19.
«Το μοντέλο μας προβλέπει ότι μια επίσκεψη στο παντοπωλείο είναι δύο φορές πιο επικίνδυνη για ένα άτομο με χαμηλότερο εισόδημα σε σύγκριση με ένα άτομο με υψηλότερο εισόδημα», δήλωσε ο Leskovec. «Αυτό οφείλεται στο ότι τα παντοπωλεία τα οποία επισκέπτονται άτομα χαμηλού εισοδήματος έχουν κατά μέσο όρο 60% περισσότερους ανθρώπους ανά τετραγωνικό και οι επισκέπτες μένουν στον χώρο 17% περισσότερο χρόνο».
Η μελέτη συνοδεύεται από περιορισμούς, συμπεριλαμβανομένου του ότι το μοντέλο είναι μια προσομοίωση -όχι ένα πραγματικό πείραμα- και τα δεδομένα βασίζονται σε 10 μητροπολιτικές περιοχές και δεν καταγράφουν όλα τα μέρη που μπορεί κανείς να συχνάζει, όπως σχολεία, γηροκομεία κ.α., που έχουν επίσης συσχετιστεί με εστίες υψηλής μεταδοτικότητας της COVID-19. Απαιτείται περισσότερη έρευνα για να καθοριστεί εάν παρόμοια ευρήματα θα εμφανιστούν σε άλλους πληθυσμούς και μέρη.