Περίπου αμετάβλητο στα 19 δισεκατομμύρια ευρώ ανέρχεται το συνολικό πακέτο των άμεσων ενισχύσεων και των επιχορηγήσεων για την αγροτική ανάπτυξη που θα λάβουν οι Έλληνες αγρότες την περίοδο 2021-2027 στο πλαίσιο της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ).
Από τα κονδύλια αυτά περίπου τα 14,8 δισεκατομμύρια ευρώ αφορούν τις επιδοτήσεις που εισπράττουν γεωργοί και κτηνοτρόφοι για την παραγωγή των προϊόντων τους και είναι ελαφρώς μειωμένα κατά 2% σε σχέση με τα χρήματα της τρέχουσας περιόδου. Σημαντικά αυξημένα όμως, κατά 4,72%, είναι τα ποσά του λεγόμενου δεύτερου πυλώνα (Αγροτική Ανάπτυξη) που θα κληθούν να διεκδικήσουν αγρότες και επιχειρήσεις για τον εκσυγχρονισμό των μεθόδων της παραγωγής ή της καλλιέργειάς τους. Το πακέτο αυτό ανέρχεται στα 4,195 δισ. ευρώ. Το σύνολο των ενισχύσεων της νέας ΚΑΠ είναι μειωμένο κατά 0,5%.
Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν εκείνος, σύμφωνα με πληροφορίες, που κλείδωσε το πακέτο των 19 δισ. ευρώ κατά τη διάρκεια της μαραθώνιας Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες τον Ιούλιο, όπου και συμφωνήθηκε ο προϋπολογισμός της ΕΕ.
Οι σκληρές διαπραγματεύσεις
Χρειάστηκαν όμως και οι επίσης σκληρές διαπραγματεύσεις που έδωσε η ελληνική πλευρά με επικεφαλής τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Μάκη Βορίδη, προκειμένου να ανατραπεί το σκηνικό των αρχικών προτάσεων της Κομισιόν, αλλά και να ανατραπούν αρκετά νέα στοιχεία της ΚΑΠ που θίγουν τα συμφέροντα των Ελλήνων αγροτών.
Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι η αρχική πρόταση της Κομισιόν, όπως είχε διατυπωθεί το 2018, προέβλεπε σημαντική μείωση της τάξεως του 15% των κονδυλίων του δεύτερου πυλώνα. Επιπροσθέτως, σε ό,τι αφορά τους πόρους του πρώτου πυλώνα στον οποίο περιλαμβάνονται οι άμεσες ενισχύσεις, η αρχική πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έκανε λόγο για μείωση 3,9%. Συνολικά οι αρχικές θέσεις των Βρυξελλών έδειχναν μείωση της τάξης του 6,3% για το σύνολο των ποσών που θα λάμβανε ο αγροτικός πληθυσμός της χώρας με τη νέα ΚΑΠ.
«Οι χώρες της ΕΕ συμφώνησαν στο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο, ανησυχούσαμε ότι μπορεί να υπάρξει σημαντική μείωση στα ποσά που θα λάμβανε η χώρα αλλά τελικά η χώρα μας θα λάβει 19,3 δισεκατομμύρια ευρώ από την νέα ΚΑΠ για την περίοδο 2022-2027, αυτό είναι σημαντική επιτυχία στην οποία συνέβαλε και ο πρωθυπουργός», ανέφερε χαρακτηριστικά ο υπουργός αγροτικής ανάπτυξης Μάκης Βορίδης.
Ο ίδιος διευκρίνισε ότι «θα έχουμε μία μείωση κατά 3% στις άμεσες ενισχύσεις αλλά θα αυξηθούν κατά 8% τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης και αλιείας». Επεσήμανε επιπλέον ότι πηγαίνουμε στην κατεύθυνση μίας πιο πράσινης και φιλοπεριβαλλοντικής γεωργίας, διατηρώντας ταυτόχρονα την βιωσιμότητα, την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της γεωργίας.
Οι προσδοκίες της ΕΕ
Βασική επιδίωξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την έναρξη της συζήτησης ήταν ο φιλοπεριβαλλοντικός χαρακτήρας που έπρεπε να προσλάβει η νέα ΚΑΠ ρίχνοντας στο τραπέζι τη θέσπιση «πράσινων» προαπαιτουμένων ως απαραίτητη προϋπόθεση, προκειμένου οι ευρωπαίοι αγρότες να υπηρετήσουν τις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας.
Οι υψηλές περιβαλλοντικές φιλοδοξίες που έχει θέσει η Ένωση για τα μέλη της συμπυκνώνεται στις στρατηγικές «Από το αγρόκτημα στο πιάτο» και της «βιοποικιλότητας» με τις οποίες επιχειρεί, ανάμεσα στα άλλα, να μειώσει κατά 50% τη χρήση φυτοφαρμάκων στη γεωργία και τη χρήση λιπασμάτων κατά τουλάχιστον 20% έως το 2030. Επιπλέον, η Επιτροπή προτείνει τη μείωση κατά 50% στις πωλήσεις αντιμικροβιακών ουσιών για χρήση στην κτηνοτροφία και στην υδατοκαλλιέργεια έως το 2030 ενώ έχει θέσει ως στόχο το 25% του συνόλου της γεωργικής γης να χρησιμοποιείται για βιολογικές καλλιέργειες επίσης έως το 2030. Τέλος, στόχος είναι να μειωθεί και η απώλεια θρεπτικών ουσιών κατά τουλάχιστον 50% προκειμένου να μην επιβαρύνονται η βιοποικιλότητα και το κλίμα, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι δεν υποβαθμίζεται η γονιμότητα του εδάφους.
Για να επιτευχθεί ωστόσο αυτό το αποτέλεσμα χρειάστηκε η Ελλάδα να ξεπεράσει δύο πολύ σημαντικούς σκοπέλους: 1) την πρόθεση που είχε εκδηλώσει η Κομισιόν για μείωση του προϋπολογισμού που θα διοχετευόταν στη νέα ΚΑΠ και 2) τις πιέσεις που άσκησαν οι λεγόμενες χώρες του Βίσεγκραντ – Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία και Σλοβακία – για επιτάχυνση της Εξωτερικής Σύγκλισης. Θα αφαιρούνταν δηλαδή ποσά που λαμβάνουν τα παλαιότερα κράτη – μέλη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, προκειμένου αυτά να κατευθυνθούν στα νεότερα κράτη – μέλη. Με την παραπάνω θέση συντάχθηκαν και η Ρουμανία με τη Βουλγαρία, συνθέτοντας ένα σκληρό μπλοκ, τις προτάσεις του οποίου καλούνταν να αποκρούει συχνά η χώρα μας με τις παρεμβάσεις του Μάκη Βορίδη στα τακτικά Συμβούλια υπουργών Γεωργίας της ΕΕ.