Το ημερολόγιο έγραφε 31 Οκτωβρίου 1922, όταν ξεκινούσε η δίκη των πρωταίτιων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η απόφαση για τους κατηγορούμενους ήταν καταδικαστική.
Σαν σήμερα, τρεις πρώην πρωθυπουργοί, δύο υπουργοί και ένας στρατηγός έκατσαν στο εδώλιο αντιμετωπίζοντας την κατηγορία της έσχατης προδοσίας. Ο λόγος για τη Δική των Εξι που ξεκινούσε σαν σήμερα, στις 31 Οκτωβρίου 1922. Τι εννοούμε όμως με τον όρο Δίκη των Έξι;
Προκειται για την πολύκροτη δίκη ενώπιον έκτακτου στρατοδικείου στο οποίο παραπέμφθηκαν από την Επαναστατική Επιτροπή που είχε αναλάβει την εξουσία με την επανάσταση του 1922 για να τιμωρηθούν οι θεωρούμενοι ως υπεύθυνοι για τις συνέπειες της Μικρασιατικής εκστρατείας, κοινώς για την Μικρασιατική Καταστροφή: Γεώργιος Χατζανέστης, διοικητής της στρατιάς της Μικράς Ασίας, Δημήτριος Γούναρης, πρώην πρωθυπουργός, Μιχαήλ Γούδας, υποναύαρχος και πρώην υπουργός, Ξενοφών Στρατηγός, υποστράτηγος και πρώην υπουργός, Νικόλαος Στράτος, πρώην πρωθυπουργός, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, πρώην πρωθυπουργός, Νικόλαος Θεοτόκης και Γεώργιος Μπαλτατζής, υπουργοί επί των στρατιωτικών και οικονομικών στην κυβέρνηση Γούναρη αντίστοιχα.
Αν και οι κατηγορούμενοι ήταν οκτώ, η ονομασία Δίκη των Έξι δόθηκε λόγω των έξι εκτελέσεων που τελικώς αποφασίστηκαν και πραγματοποιήθηκαν την ίδια ημέρα στην περιοχή του Γουδή. Το περιστατικό αυτό αποτελεί την κορύφωση αλλά και τον επίλογο του Εθνικού Διχασμού.
Το κατηγορητήριο είχε τον χαρακτήρα επαναστατικού εγγράφου και σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη συντάχθηκε από τον Γεώργιο Παπανδρέου, πολιτικό σύμβουλο της Επανάστασης και ανερχόμενο αστέρι της βενιζελικής παράταξης. Μέσα στο κατηγορητήριο υπήρχε ξεχωριστό κεφάλαιο που απέρριπτε την ένσταση των κατηγορουμένων για δίκη από το ειδικό δικαστήριο της Βουλής με τα εξής λόγια: «Ἀλλ’ ὄχι! Τὸ Ἔθνος ὀρθούμενον αἱμοσταγές, κρεουργημένον, ἀλλὰ ἀδυσώπητον ἐνώπιον του, ζητεῖ παρ’αυτοῦ καὶ τῶν συνεργατῶν του δικαιοσύνην διὰ τὴν προδοσίαν καὶ τιμωρίαν διὰ τὸ ἔγκλημα. Καὶ ἐν ὀνόματι τοῦ Ἔθνους τὴν δικαιοσύνην ταύτην ἡ Ἐπανάστασις θὰ τὴν ἀποδώσῃ!».
Επικεφαλής της ανακριτικής επιτροπής ανέλαβε ο σκληροπυρηνικός υποστράτηγος, Θεόδωρος Πάγκαλος, με βοηθούς τους συνταγματάρχες Ιωάννη Καλογερά και Χαράλαμπο Λούφα.
Στις 9 το πρωί της 31ης Οκτωβρίου 1922 άρχισε η ακροαματική διαδικασία στην αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής (Παλαιά Βουλή). Τον πρόεδρο Αλέξανδρο Οθωναίο πλαισίωναν ως στρατοδίκες τρεις συνταγματάρχες, ένας πλοίαρχος, ένας αντισυνταγματάρχης, δύο αντιπλοίαρχοι, τρεις ταγματάρχες, ένας λοχαγός και ένας στρατιωτικός δικαστικός σύμβουλος. Επαναστατικοί επίτροποι ήταν ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνος Γεωργιάδης, και οι συνταγματάρχες, Ιωάννης Ζουρίδης και Νεόκοσμος Γρηγοριάδης. Γραμματέας του δικαστηρίου ήταν ο Ιωάννης Πεπονής. Συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων ανέλαβαν διαπρεπείς δικηγόροι (Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Αναστάσιος Παπαληγούρας, Οικονομίδης, Δουκάκης, Νοταράς, Ρωμανός και Σωτηριάδης).
Η δίκη διεξήχθη σε 14 συνεδριάσεις. Μετά την απόρριψη των ενστάσεων των κατηγορουμένων εξετάστηκαν 12 μάρτυρες κατηγορίας και 12 υπεράσπισης. Επιτυχία της κατηγορούσας αρχής υπήρξε ότι οι περισσότεροι μάρτυρες κατηγορίας προήρχοντο από το αντιβενιζελικό στρατόπεδο, όπως και οι κατηγορούμενοι.
Στις 6 Νοεμβρίου ο κατηγορούμενος Δημήτριος Γούναρης ασθένησε σοβαρά από τύφο και μεταφέρθηκε σε ιδιωτική κλινική. Υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης, το οποίο απορρίφθηκε και έτσι δικαζόταν ωσεί παρών.
Κοινή ήταν η πεποίθηση σε Ελλάδα και εξωτερικό ότι το δικαστήριο θα επιβάλει θανατικές ποινές. Οι διεθνείς πιέσεις υπέρ των κατηγορουμένων εντείνονται. Υπό το βάρος τους, η κυβέρνηση του μετριοπαθή Σωτηρίου Κροκιδά παραιτείται στις 10 Νοεμβρίου και την πρωθυπουργία αναλαμβάνει στις 14 Νοεμβρίου ο συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς, ηγετικό στέλεχος του στρατιωτικού κινήματος.
Την ίδια μέρα ολοκληρώθηκαν οι απολογίες των κατηγορουμένων και οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης. Ένα τέταρτο μετά τα μεσάνυχτα της 15ης Νοεμβρίου, το δικαστήριο αποσύρεται σε διάσκεψη για να εκδώσει την απόφασή του. Στις 6:40 π.μ. οι στρατοδίκες επανέρχονται στην έδρα και ο Πρόεδρος του Εκτάκτου Στρατοδικείου Αλέξανδρος Οθωναίος διαβάζει την ετυμηγορία του δικαστηρίου:
“Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β’ το Έκτακτον Στρατοδικείον συσκεφθέν κατά νόμον, κηρύσσει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζηανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του Θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών.
Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη αρχιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού υποστρατήγου και Μιχαήλ Γούδα υποναυάρχου και επιβάλλει αυτούς τα έξοδα και τέλη.
Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπέρ του Δημοσίου κατά του Δημητρίου Γούναρη δραχμών 200 χιλιάδων, Νικολάου Στράτου δραχμών 335 χιλιάδων, Γεωργίου Μπαλτατζή και Νικολάου Θεοτόκη δραχμών 1 εκατομμυρίου και Μιχαήλ Γούδα δραχμών 200 χιλιάδων”.
Αμέσως μετά, ο επαναστατικός επίτροπος, Νεόκοσμος Γρηγοριάδης, μεταβαίνει στις φυλακές Αβέρωφ, όπου εκρατούντο οι κατηγορούμενοι και τους ανακοινώνει την καταδικαστική απόφαση. Είναι 9 το πρωί. Στους έξι θανατοποινίτες ανακοινώνει ότι η εκτέλεση θα γίνει σε δύο ώρες. Υποβολή ενδίκων μέσων δεν προβλεπόταν για τους καταδικασθέντες. Στις 10:30 δύο φορτηγά τους παραλαμβάνουν και τους μεταφέρουν στον χώρο εκτελέσεων στου Γουδή, πίσω από το νοσοκομείο «Σωτηρία». Μία ώρα αργότερα, 36 πυροβολισμοί αντηχούν από τους άνδρες του εκτελεστικού αποσπάσματος και οι 6 πέφτουν νεκροί. Στις 2:30 μ.μ. κηδεύονται στο Α’ Νεκροταφείο, κάτω από αυστηρά μέτρα ασφαλείας.
Η επίσπευση της εκτέλεσης των 6 έγινε με προτροπή του Πάγκαλου. Ο στρατηγός ήθελε να μην τους προλάβει ζωντανούς ο πλοίαρχος Τάλμποτ, που έφθασε λίγο αργότερα στην Αθήνα ως απεσταλμένος της Αγγλικής Κυβέρνησης για να πιέσει την κυβέρνηση να αναβάλει την εκτέλεση των θανατικών ποινών. Μάλιστα θα έλεγε κανείς πως η εκτέλεση των 6 έγινε, κυρίως, για να ικανοποιηθεί το λαϊκό αίσθημα και όχι γιατί πραγματικά είχαν διαπράξει προδοσία σε βάρος της Ελλάδας. Την άποψη αυτή επαληθεύουν τα λόγια του Θεόδωρου Πάγκαλου, χρόνια αργότερα: «Δεν παραδέχομαι ότι διέπραξαν συνειδητήν προδοσίαν… αλλά υπήρξαν μοιραία και αναγκαία θύματα εις τον βωμόν της Πατρίδος».
Στις 20 Οκτωβρίου του 2010, μετά από αίτημα για αναψηλάφηση της δίκης που υπέβαλε ο εγγονός του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, ο Άρειος Πάγος έκρινε αθώους τους 6 και άκυρη την απόφαση του Έκτακτου Επαναστατικού Δικαστηρίου Αθηνών.