Στην πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή υπήρξε μία αναφορά του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια η οποία πέρασε σχετικά απαρατήρητη. Προανήγγειλε «διεύρυνση» και ουσιαστικά εξ αρχής διαπραγμάτευση της Αμυντικής Συμφωνίας με τις ΗΠΑ η οποία υπεγράφη τον περασμένο Ιανουάριο από τον ίδιο και τον Αμερικανό ομόλογό του Μάικ Πομπέο, αλλά που στο μεγαλύτερο μέρος της, σχεδόν ολόκληρη, την είχε διαπραγματευθεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Συγκεκριμένα ο κ. Δένδιας είπε τα εξής:
«Πέρα από την υπογραφή της πρόσφατης αμυντικής συμφωνίας, νομίζω ότι η εμβάθυνση τους (σ.σ. των ελληνοαμερικανικών σχέσεων) για την Ελλάδα είναι προφανείς σε όλους σας. Έχω συναντήσει τον κ. Πομπέο έξι φορές και έχουμε κάνει και μια τηλεδιάσκεψη, δεν νομίζω ότι στην ιστορία της Ελλάδας έχει ξανά παρατηρηθεί το φαινόμενο. Θέλω όμως να ξέρετε ότι εκκινούμε σχεδόν άμεσα σε νέο διάλογο για την διεύρυνση της αμυντικής συμφωνίας και την υπογραφή μιας νέας επί της αρχής συμφωνίας.»
Είναι γνωστό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ των σχέσεων με τις ΗΠΑ ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ «διαπραγματεύθηκε» τη Συμφωνία με τους Αμερικανούς χωρίς επί της ουσίας να διεκδικήσει κανένα σοβαρό αντάλλαγμα, παρότι η Ελλάδα παραχώρησε κρίσιμες στρατηγικές διευκολύνσεις στην υπερατλαντική σύμμαχο, με τη δημιουργία πολλών σημαντικών νέων βάσεων σε όλη την ελληνική επικράτεια. Η απουσία διεκδίκησης ανταλλαγμάτων από ελληνικής πλευράς προκάλεσε απορία και στους ίδιους τους Αμερικανούς, οι οποίοι προφανώς δεν έχουν ξαναβρεθεί ενώπιον τέτοιας «διαπραγμάτευσης». Να εξασφαλίζουν υψηλής στρατηγικής αξίας στρατιωτική παρουσία, καθόλα κρίσιμη για τον ευρύτερο σχεδιασμό τους κυρίως σε ό,τι αφορά στην ανάσχεση της Ρωσίας, και να μην τους ζητείται τίποτα το ουσιαστικό.
Υπάρχει ένα πάγιο αίτημα της Ελλάδας, να εγγυηθούν οι ΗΠΑ, επισήμως και συμβατικά, στρατιωτικά την εδαφική ακεραιότητα της χώρας σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης, κάτι που η Ουάσινγκτον αποφεύγει επιμελώς να πράξει, καθώς δεν ήθελε – μέχρι τώρα τουλάχιστον – να δεσμευθεί με τρόπο που θα την φέρει σε αντιπαράθεση με την Άγκυρα. Υφίστανται και άλλες ανάγκες όμως οι οποίες θα μπορούσαν να τεθούν ως εύλογα ανταλλάγματα τα οποία και οι Αμερικανοί περίμεναν για μία τόσο σημαντική Συμφωνία.
Στον τομέα των εξοπλισμών πχ υπάρχουν δεκάδες ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων που θα μπορούσαν να τεθούν. Από μείζονα εξοπλιστικά, όπως τα F- 35, για τα οποία επιβαλλόταν να ζητηθούν χρηματοδοτικές και άλλες διευκολύνσεις, έως την παραχώρηση δωρεάν υλικού και την υλοποίηση χρονιζόντων αιτημάτων όπως η εκχώρηση έναντι συμβολικού τιμήματος αντιτορπιλικών Arleigh Burk ή καταδρομικών Ticonderoga που έχει ζητήσει το Πολεμικό Ναυτικό. Και όμως δεν ζητήθηκε ούτε βίδα.
Aπουσιάζει το «λαβείν» και υπάρχει μόνο το «δούναι»
Τώρα, με τη διεύρυνση της Αμυντικής Συμφωνίας και την «εξ αρχής υπογραφής μίας νέας» που εξήγγειλε ο Νίκος Δένδιας δίνεται η ευκαιρία να αποκατασταθεί η κοινή λογική, αυτή που επικρατεί στις διεθνείς σχέσεις, το κανονικό δούναι και λαβείν. Διότι εδώ απουσιάζει το «λαβείν» και υπάρχει μόνο το «δούναι». Εφόσον η Ελλάδα βρέθηκε με αρκετές αμερικανικές βάσεις στο έδαφός της – ουδείς ψόγος και καλώς στο πλαίσιο μίας στρατηγικής επιλογής- θα έπρεπε να έχουν εξασφαλιστεί τα αυτονόητα. Αυτά που θα εξασφάλιζε κάθε άλλο κράτος. Επειδή λοιπόν επίκειται η προμήθεια των F -35 από την Ελλάδα, ορθώς και επιβεβλημένο, και επειδή ακόμα εκκρεμεί το αίτημα για τα Arleigh Burk, θέλουμε να ελπίζουμε ότι αυτή τη φορά θα γίνει μία κανονική διαπραγμάτευση, από αυτές που κάνουν τα κανονικά κράτη.