«Ήταν ο μόνος αληθινός βασιλιάς που γνώρισα επί γης. Κουβαλούσε μέσα του μια καθολική αλήθεια. Μας περιείχε όλους. Αλλά δεν μπορούσε να εμπιστευτεί την τύχη αυτής της καθολικότητας στις κοινές πεποιθήσεις. Διότι οι κοινές πεποιθήσεις έχουν τις αξίες, αλλά και τις παραμορφώσεις των αξιών τους. Μου έδινε συχνά την εντύπωση ενός Ελληνορωμαίου. Ήταν δίγλωσσος σαν τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η οποία μιλούσε ελληνικά και λατινικά.
Εκείνος μιλούσε τη λογική μουσική της κεντρικής Ευρώπης, που ονομάζεται κλασική, αλλά ταυτόχρονα μιλούσε και τη λαϊκή μουσική, από τη Ρώμη και τη Σικελία ως τα ποτάμια της Μικράς Ασίας. Σ’ αυτόν, όμως, οι δύο γλώσσες είχαν γίνει μία, Και απ’ όσο ξέρω, αυτό συνέβη για πρώτη φορά στη μουσική. Άκουγε έναν ήχο υπαρκτό αλλά άγνωστο σε μας. Ένιωθε ένα χώρο που είναι γύρω μας, αλλά μας είναι άγνωστος κι έχει τις ρίζες του στο μέλλον. Κάποτε νόμιζα ότι ήταν ένα λαμπρό απομεινάρι της αυτοκρατορίας. Είχα λάθος. Από την αποφασιστικότητά του, το πείσμα του και την τεράστια απήχησή του φαίνεται ότι είναι ο προάγγελος αυτής της αυτοκρατορίας. Από πνευματική άποψη εννοώ, για να εξηγούμεθα».
Αυτά είχε πει το 1995 ο Διονύσης Σαββόπουλος για τον Μάνο Χατζηδάκι. Τον άνθρωπο που θεωρείται ο πρώτος που συνέδεσε με το έργο του, θεωρητικό και συνθετικό, τη λόγια μουσική με τη λαϊκή μουσική παράδοση.
Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 23 Οκτωβρίου του 1925, στην Ξάνθη, «τη διατηρητέα κι όχι την άλλη, τη φριχτή, που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες», όπως έλεγε και ο ίδιος. Ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι και της Αλίκη Αρβανιτίδου. Μετά τον χωρισμό των γονιών του, το 1932, με τη μητέρα του και την αδελφή του ήρθε οριστικά στην Αθήνα.
Ήδη από τα τέσσερά του χρόνια είχε αρχίσει μαθήματα πιάνου με δασκάλα την Αλτουνιάν, γνωστή μουσικό της Ξάνθης, αρμενικής καταγωγής. Παράλληλα διδασκόταν βιολί και ακορντεόν. Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και της απελευθέρωσης, εργάστηκε ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου, βοηθός νοσοκόμος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Συγχρόνως άρχισε ανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής με τον Μενέλαο Παλλάντιο, σημαντική μορφή της ελληνικής εθνικής μουσικής σχολής, και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες ποτέ δεν ολοκλήρωσε. Την εποχή εκείνη ήρθε σε επαφή με καλλιτέχνες και διανοούμενους (Γκάτσος, Σεφέρης, Ελύτης, Τσαρούχης, Σικελιανός) της γενιάς του μεσοπολέμου, οι οποίοι συνέβαλλαν ουσιαστικά στη διαμόρφωση των προσανατολισμών και της σκέψης του. Ο Νίκος Γκάτσος, με τον οποίο γνωρίστηκε το 1943, παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του, ο μεγάλος δάσκαλος και ο ακριβός του φίλος.
Η γνωριμία του με τον Κουν:
Η πρώτη του εμφάνιση στα μουσικά δρώμενα της χώρας έγινε το 1944 με τον «Τελευταίο Ασπροκόρακα» του Αλέξη Σολωμού στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Η γόνιμη συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης διήρκεσε 15 χρόνια, με μουσικές για παραστάσεις όπως: «Γυάλινος Κόσμος» (1946), «Αντιγόνη» (1947), «Ματωμένος Γάμος» (1948), «Λεωφορείον ο Πόθος» (1948), «Ο θάνατος του Εμποράκου» (1949). Εν τω μεταξύ, το 1949 με μια διάλεξη του για το ρεμπέτικο τραγούδι ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική ελληνική αστική κοινωνία.
Από το 1950 άρχισε να γράφει μουσική για αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες. “Έντυσε” μουσικά την Ορέστεια, τη Μήδεια, τις Βάκχες, τις Εκκλησιάζουσες, τη Λυσιστράτη, τον Πλούτο, τις Θεσμοφοριάζουσες, τους Βατράχους και τις Όρνιθες. Το 1959 παρουσίασε στο αθηναϊκό κοινό τον Μίκη Θεοδωράκη, ενορχηστρώνοντας και ηχογραφώντας ο ίδιος το έργο του «Επιτάφιος» με τη Νάνα Μούσχουρη.
Μεγάλο κεφάλαιο αποτέλεσαν και οι μουσικές που συνέθεσε για σπουδαίες ταινίες του ελληνικού και του διεθνούς κινηματογράφου. Αναφέρονται ενδεικτικά την «Κάλπικη Λίρα» (Γ. Τζαβέλλα 1954), τη «Στέλλα» (Μ. Κακογιάννη, 1955), το «Δράκο» (Ν. Κούνδουρου, 1956), το «America-America» (Ελ. Καζάν, 1962), «Sweet Movie» (Ντ. Μακαβέγιεφ, 1974).
Το 1961 κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά».
Η βράβευση αυτή του έδωσε παγκόσμια δημοσιότητα, την οποία ο Χατζιδάκις προσπάθησε να αποφύγει με κάθε τρόπο, θεωρώντας ότι του στερούσε τη δυνατότητα να διαμορφώσει ο ίδιος την σχέση του με τον ακροατή του. «Για μένα το Όσκαρ δεν αποτελεί στεφάνωμα μιας σταδιοδρομίας αλλά το αληθινό μου ξεκίνημα», ήταν η απάντηση-δήλωση του συνθέτη. «Τα παιδιά του Πειραιά» έφεραν στην Ελλάδα το δεύτερο Όσκαρ, δεκαπέντε χρόνια μετά την Κατίνα Παξινού και το δικό της Όσκαρ για την ερμηνεία της στην ταινία «Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα».
Το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι για το «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασέν, που έκανε το γύρο του κόσμου, επικράτησε των άλλων υποψηφιοτήτων, προσφέροντας στον Έλληνα δημιουργό μία διεθνή διάκριση. Ήταν μια βράβευση την οποία ο ίδιος δεν αντιμετώπισε ποτέ ως ξεχωριστή στιγμή στην καριέρα του. «Μπορεί ένα απλό τραγούδι να μου έφερε το Όσκαρ. Οι φιλοδοξίες μου όμως και οι υποχρεώσεις μου δεν σταματούν σε αυτό…», έλεγε. Την ίδια χρονιά ο Μάνος Χατζιδάκις απέσπασε το Β’ βραβείο στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού για το τραγούδι του «Κουρασμένο παλληκάρι». Το Α’ δόθηκε στον Μίκη Θεοδωράκη για την «Απαγωγή».
Το 1966 πήγε στις ΗΠΑ, όπου ανέβασε στο Μπρόντγουεϊ με τον Ζιλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή» με τον τίτλο «Illya Darling». Στην Αμερική έμεινε μέχρι το 1972. Εκεί η μουσική του αντίληψη επηρεάστηκε σημαντικά από την pop music. Αποτέλεσμα αυτής της επίδρασης είναι ο κύκλος τραγουδιών «Reflections» με το συγκρότημα New York Rock and Roll Ensemble.
Τo 1972 επέστρεψε στην Ελλάδα και την Αθήνα και ίδρυσε το μουσικό καφε-θέατρο «Πολύτροπο», μέσα από το οποίο επιχείρησε να ανοίξει εκφραστικές διόδους στο μουσικό τέλμα της εποχής. Το 1975 άρχισε η χρυσή εποχή του «Τρίτου». Έγινε διευθυντής του κρατικού ραδιοσταθμού «Τρίτο Πρόγραμμα» (1975-81) και λίγα χρόνια αργότερα (1989-93) ίδρυσε την «Ορχήστρα των Χρωμάτων», για να παρουσιάσει «πρωτότυπα προγράμματα που συνήθως δεν καλύπτονται από τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες», την οποία διηύθυνε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Η Ορχήστρα των Χρωμάτων με μαέστρο τον Χατζιδάκι έδωσε 20 συναυλίες και 12 ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου με Έλληνες και ξένους σολίστ.
Στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν διαρκώς παρών στην ελληνική δισκογραφία, με δεκάδες δίσκους που θεωρούνται πια κλασικοί: Ο Κύκλος με την Κιμωλία (1956), Παραμύθι χωρίς Όνομα (1959), Πασχαλιές μέσα απ’ τη νεκρή γη (1961), Δεκαπέντε Εσπερινοί (1964), Μυθολογία (1965), Καπετάν Μιχάλης (1966), Τα Λειτουργικά (1971), Αθανασία (1975), Τα Παράλογα (1976), Σκοτεινή Μητέρα (1985), Τα Τραγούδια της Αμαρτίας (1992). Μοναδικός, ιδιοφυής και αεικίνητος, ο Μάνος Χατζιδάκις «έφυγε» από κοντά μας στις 15 Ιουνίου 1994.