Η Ελλάδα δια του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια προέβη σε δυο κινήσεις, μεταξύ άλλων, στο διπλωματικό πεδίο, που έχουν νόημα και ουσία. Ζήτησε εμπάργκο όπλων προς την Τουρκία και αναστολή της Τελωνειακής Σύνδεσης με την ΕΕ. Μέτρα τα οποία στη θεωρητική περίπτωση που υιοθετούνταν θα έπλητταν το πειρατικό κράτος εκεί που πονάει, στην οικονομία και στη δυνατότητά του να κάνει πόλεμο, και θα το γονάτιζαν.
Ο κ. Δένδιας έστειλε επιστολή στους ομολόγους του της Γερμανίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας με την οποία τος ζητεί να παγώσουν τα εξοπλιστικά προγράμματα προς την Τουρκία που υλοποιούν οι χώρες τους. Είτε την εξαγωγή οπλισμού και ανταλλακτικών είτε τη συμπαραγωγή συστημάτων είτε την παροχή τεχνογνωσίας κλπ. Υπενθυμίζεται ότι μεταξύ πολλών συμβολαίων που βρίσκονται σε εξέλιξη, η Τουρκία κατασκευάζει με γερμανικά σχέδια και άδεια έξι υποβρύχια Type -214, όμοια με τα ελληνικά που μέχρι τώρα μας δίνουν το πλεονέκτημα στον βυθό, ενώ οι Ισπανοί ναυπηγούν το τουρκικό αεροπλανοφόρο.
Η πρωτοβουλία του ΥΠΕΞ έρχεται σε συνέχεια της σχετικής δήλωσης του πρωθυπουργού στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ. Ο στόχος είναι να αυξηθεί το πολιτικό κόστος της Τουρκίας από την επιθετική δραστηριότητά της αλλά και η πίεση προς τις χώρες που την εξοπλίζουν.
Το μήνυμα είναι «η Τουρκία παρανομεί, απειλεί, εισβάλλει και αποσταθεροποιεί την περιοχή με όπλα που της δίνεται εσείς και αν ξεσπάσει στρατιωτική σύγκρουση με την Ελλάδα, με ένα κράτος μέλος της ΕΕ, η Τουρκία θα χρησιμοποιήσει τα δικά σας όπλα. Την εξοπλίζετε και με αυτά τα όπλα στρέφεται εναντίον όλων, της ΕΕ συμπεριλαμβανομένης».
Όχι ότι θα ιδρώσει το αυτί τους, λεφτά βγάζουν και αυτό τους ενδιαφέρει, αλλά όσο ανεβαίνει η δημόσια συζήτηση για την αφιονισμένη συμπεριφορά τής Τουρκίας – ήδη τα διεθνή ΜΜΕ ασχολούνται σχεδόν καθημερινά – τόσο θα μεγαλώνει και η πολιτική έκθεση των ευρωπαϊκών χωρών που την εξοπλίζουν και η πίεση για εμπάργκο όπλων. Ο Καναδάς ήδη πάγωσε τα εξοπλιστικά συμβόλαια με την Τουρκία, ενώ οι ΗΠΑ, πέραν της έξωσής της από το πρόγραμμα των F-35, έχουν κλείσει τη στρόφιγγα πολλών ανταλλακτικών. Είναι πιθανό όσο η Τουρκία εκτροχιάζεται, εκθέτοντας τους υποστηρικτές της και αυτούς που την εξοπλίζουν, οι τελευταίοι να αυξήσουν την πίεση προς την Άγκυρα να μαζευτεί για να μην εκτίθενται και οι ίδιοι.
Λαμβανομένης υπόψιν της εμπειρίας για το πως αντιδρά η Τουρκία στις πιέσεις και κυρίως της απίθανης προοπτικής να εγκαταλείψει την πολιτική της για νέο-οθωμανική κυριαρχία στην περιοχή και ισλαμική επέκταση παντού, είναι πιθανό κάποια στιγμή – ιδιαίτερα αν υπάρξουν «θερμές» εξελίξεις με την Ελλάδα- εκόντες άκοντες οι Ευρωπαίοι να συζητήσουν το θέμα του εμπάργκο όπλων παρότι θα κάνουν τα πάντα για να το αποφύγουν.
Αυτή θα είναι μία καλή τροπή για την Ελλάδα. Η πολιτική ορθότητα σε αυτή την περίπτωση, «θέλουμε την Τουρκία κοντά στη Δύση, με καλές σχέσεις με την Ευρώπη» και διάφορά άλλα φιλανθρωπικά άσχετα με τις διεθνείς σχέσεις, δεν μας βολεύει καθόλου, πλέον.
Μπορεί να έπρεπε μέχρι κάποια στιγμή να τα λένε οι υπουργοί και οι διπλωμάτες ακόμα και αν μέσα τους πίστευαν άλλα, αλλά τώρα δεν μας βολεύει ούτε να τα λέμε, γιατί κανείς δεν θα μας παίρνει σοβαρά. Κανείς δεν παίρνει σοβαρά κάποιον ο οποίος μιλάει με συμπάθεια για τον βιαστή του ή για κάποιον που θέλει να τον δολοφονήσει. Και πάντως όχι στις διεθνείς σχέσεις.
Εκεί δεν υπάρχει ακόμα η τέλεια χριστιανική ηθική και κανείς δεν γυρνά και το άλλο μάγουλο. Οπότε η απόφαση του υπουργείου Εξωτερικών να ζητήσει εμπάργκο όπλων και αναστολή της Τελωνειακής Ένωσης, κάτι που θα ισοπέδωνε την ήδη καθημαγμένη οικονομικά Τουρκία, και παράλληλα να παραθέσει αναλυτικά σε διεθνείς οργανισμούς και πρωτεύουσες τη συμπεριφορά της είναι σωστή. Αυτή πρέπει εφεξής να είναι η γραμμή και όχι να εκλιπαρούμε για διάλογο. Και αν πρέπει να προσποιούμαστε ότι επιδιώκουμε διάλογο (τον οποίο η Τουρκία ποτέ δεν θα κάνει) στο πλαίσιο του blame game, θα πρέπει να γίνεται με τρόπο που δεν θα παραπέμπει στο Σύνδρομο της Στοκχόλμης.
Για να τα λέμε απλά, μας συμφέρει η Τουρκία να το τερματίσει έναντι όλων, να ξεπεράσει κάθε όριο και να τεντώσει το σκοινί μέχρι που να σπάσει. Ώστε να αναγκαστούν και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού να αποδεχθούν ότι η Τουρκία έχει χαιρετίσει, Και όταν συμβεί αυτό θα το καταλάβουμε. Και εμείς και η Τουρκία.