Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Νταβίντ Σασόλι, ανακοίνωσε ότι δέχθηκε αίτημα για την άρση της ασυλίας του Γιάννη Λαγού, ωστόσο για διαφορετική υπόθεση από τη δίκη της Χρυσής Αυγής. Συγκεκριμένα ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ανέφερε ότι οι ελληνικές αρχές έστειλαν το αίτημα για άρση ασυλίας του ευρωβουλευτή και καταδικασθέντα για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, Ιωάννη Λαγού.
Τι προβλέπει ο κανονισμός
Σύμφωνα με τον κανονισμό, όπως είπε ο κ. Σασόλι, το θέμα παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή νομικών υποθέσεων. Στην συνέχεια σύμφωνα με τον κανονισμό του ΕΚ, η επιτροπή Νομικών Θεμάτων θα συνέλθει ενδεχομένως και μέσα στην ερχόμενη εβδομάδα σε κλειστή συνεδρίαση και θα δεχτεί ή θα απορρίψει την αίτηση άρσης της ασυλίας. Πριν προχωρήσει στην έκδοση της απόφασης της, η επιτροπή ενδέχεται να ζητήσει από τις ελληνικές αρχές να της παράσχουν οποιαδήποτε πληροφορία ή επεξήγηση θεωρεί αναγκαία προκειμένου να σχηματίσει γνώμη για το εάν η ασυλία πρέπει να αρθεί ή να υποστηριχθεί. Οι ευρωβουλευτές έχουν το δικαίωμα να υπερασπιστούν την ασυλία τους.
Η επιτροπή νομικών θεμάτων του ΕΚ θα αποφασίσει και θα παρουσιάσει στη συνέχεια την έκθεση και τις συστάσεις της. Θα ακολουθήσει συζήτηση κατά τη διάρκεια Συνόδου Ολομέλειας με πιθανή ημερομηνία είτε την 11η Νοεμβρίου είτε στην Ολομέλεια του Δεκεμβρίου, στην οποία οι ευρωβουλευτές θα εκφράσουν τη γνώμη τους με ψηφοφορία. Κατά την σύνοδο της ολομέλειας μετά την απόφαση της επιτροπής, το Κοινοβούλιο θα αποφασίσει επί του θέματος με απλή πλειοψηφία. Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα γνωστοποιήσει στην συνέχεια την απόφαση της ολομέλειας στον εν λόγω ευρωβουλευτή και στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο αυτός ανήκει.
Στο ερώτημα αν ο ευρωβουλευτής διατηρεί την έδρα του, ακόμη και αν χάσει την ασυλία του, ο κανονισμός του ΕΚ θεωρεί ότι η άρση της ασυλίας δεν ισοδυναμεί με καταδίκη του ευρωβουλευτή. Σημαίνει απλώς ότι η αρμόδια κρατική αρχή μπορεί να ασκήσει δίωξη ενάντια στο μέλος αυτό. Αν αρθεί η ασυλία, δεν χάνει την ιδιότητα του ευρωβουλευτή και μάλιστα, με την τροποποίηση του ποινικού κώδικα, θεωρείται βέβαιο ότι για τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του καταδικασθέντος το Σύνταγμα απαιτεί αμετάκλητη ποινική καταδίκη δηλαδή να έχει καταδικαστεί, να έχει απορριφθεί η έφεση και να έχει απορριφθεί και η αναίρεση.