Πόλο έλξης των μεγαλύτερων εταιρειών διαχείρισης κόκκινων δανείων στην Ευρώπη συνιστά η Ελλάδα, η οποία έχει το τέταρτο μεγαλύτερο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL). Σύμφωνα με τα στοιχεία του α΄ τριμήνου του 2020, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων διαμορφώθηκε στα 61 δισ. ευρώ και ο αντίστοιχος δείκτης ανήλθε στο 30% έναντι 3% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Το υψηλό απόθεμα κόκκινων δανείων εξηγεί και τη δραστηριοποίηση στην ελληνική αγορά δύο εκ των τριών μεγαλύτερων εταιρειών διαχείρισης κόκκινων δανείων στην Ευρώπη, της σουηδικής Intrum και της ιταλικής doValue, οι προοπτικές των οποίων αναλύονται σε πρόσφατη έκθεση της JP Morgan Cazenove. Οπως επισημαίνει η τελευταία, μετά μια περίοδο στασιμότητας η προσφορά κόκκινων δανείων αναμένεται να αυξηθεί στην ευρωπαϊκή αγορά, καθώς, σύμφωνα με στοιχεία της Intrum, οι προβλέψεις για απώλειες δανείων από τις ευρωπαϊκές τράπεζες αυξήθηκαν κατά 120 δισ. ευρώ το α΄ τρίμηνο του 2020 (έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2019).
Αξιολογώντας την πορεία της doValue, που είναι ο μεγαλύτερος ανεξάρτητος εισηγμένος διαχειριστής πιστώσεων και ακίνητης περιουσίας στην Ευρώπη, η JP Morgan Cazenove δίνει σύσταση overweight, με τιμή-στόχο στα 11,6 ευρώ.
Ο ιταλικός όμιλος, που πρόσφατα ολοκλήρωσε την εξαγορά της εταιρείας διαχείρισης κόκκινων δανείων FPS από τον όμιλο της Eurobank, δραστηριοποιείται στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και στην Κύπρο και, όπως σημειώνει η JP Morgan Cazenove, οι εξαγορές αποτελούν βασικό μέρος της στρατηγικής ανάπτυξης του ομίλου. Εκτός από την ελληνική FPS, ο ιταλικός όμιλος εξαγόρασε το γ΄ τρίμηνο του 2019 την ισπανική Altamira, βελτιώνοντας την έκθεσή της στις αγορές της Ελλάδας και της Ισπανίας. Ο όμιλος, σύμφωνα με την JP Morgan Cazenove, έχει αμελητέο κίνδυνο ισολογισμού, καθώς τα έσοδα προέρχονται από μακροπρόθεσμες συμβάσεις, το 70% των οποίων λήγει μετά το 2025. Η απόκτηση της FPS θα ενισχύσει τα έσοδα της DoValue κατά 17% το 2020 (στο +21% προβλέπεται η συνεισφορά της Altamira) και κατά 12% το 2021, αντισταθμίζοντας τις απώλειες σε οργανικό επίπεδο την τρέχουσα χρονιά και ανεβάζοντας την εκτίμηση για τα έσοδα το 2020 στα 415 εκατ. ευρώ και στα 562 εκατ. ευρώ το 2021.
Η Intrum έχει παρουσία σε 25 αγορές σε ολόκληρη την Ευρώπη και ηγετική θέση στην πλειονότητα αυτών των χωρών. Μετά τη συμφωνία με τον όμιλο Πειραιώς για τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου των κόκκινων δανείων της τράπεζας, αποτελεί έναν από τους δύο μεγαλύτερους servicers στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την JP Morgan Cazenove, ο σουηδικός όμιλος –που εκτός από τους μεγαλύτερους διαχειριστές κόκκινων δανείων είναι και από τους μεγαλύτερους επενδυτές με εξαγορές χαρτοφυλακίων– έχει ισορροπημένη έκθεση στην αγορά και στην εξυπηρέτηση χρέους.
Η ποικιλομορφία του μείγματος στις δια-φορετικές κατηγορίες αγορών, η συγκριτικά χαμηλότερη εξάρτηση από τα δικαστικά συστήματα και τις αγορές ακινήτων στις χώρες όπου δραστηριοποιείται, καθώς και τα αυτοματοποιημένα συστήματα ανακτήσεων δανείων που διαθέτει, μειώνουν τον κίνδυνο σοκ από πιθανά περαιτέρω lockdown. Ωστόσο, παρά τη θετική προοπτική για νέα NPL, η Intrum προσπαθεί να μειώσει τον ρυθμό επενδύσεων προκειμένου να μειωθεί η μόχλευσή της, η οποία είναι η υψηλότερη στον κλάδο. Αυτό, σύμφωνα με την JP Morgan Cazenove, θα επιβραδύνει πιθανότατα τις επενδύσεις της και ως εκ τούτου την αύξηση των κερδών στο εγγύς μέλλον. Ο διεθνής οίκος συνιστά ουδετερότητα για την Intrum με τιμή-στόχο στις 265 σουηδικές κορώνες.