Πολιτική

Έφη Αχτσιόγλου: Απαιτείται γενναία επεκτατική πολιτική για έξοδο από την κρίση

Έφη Αχτσιόγλου: Άρθρο της Έφης Αχτσιόγλου, βουλευτή Επικρατείας και τομεάρχη Οικονομικών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, στην ειδική έκδοση της εφημερίδας «Τό Βήμα της Κυριακής».

Όλοι συνομολογούμε ότι η πανδημία αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις και απειλές των τελευταίων δεκαετιών για τις κοινωνίες μας, τόσο σε επίπεδο δημόσιας υγείας όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Σε αυτές τις πρωτόγνωρες συνθήκες οι δυνατότητες που έχει η ΝΔ για να ασκήσει οικονομική πολιτική είναι πρωτόγνωρα θετικές. Χάρη στο “μαξιλάρι” των 37 δισ. και το ρυθμισμένο χρέος που παρέλαβε από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, στην αναστολήτου συμφώνου σταθερότητας, στο πρόγραμμα ρευστότητας της ΕΚΤ, στο ταμείο ανάκαμψης.

Το ερώτημα που τίθεται είναι αν και πώς η κυβέρνηση αξιοποίησε αυτές τις δυνατότητες. Η απάντηση είναι δυστυχώς ότι έκανε ελάχιστα, πολύ αργά και συχνά σε λάθος κατεύθυνση. Οι επιχειρήσεις δεν στηρίχθηκαν με την άμεση ρευστότητα που είχαν ανάγκη. Οι 8 στις 10 μικρές επιχειρήσεις βρέθηκαν εκτός του μόνου μέτρου που λήφθηκε, αυτού της επιστρεπτέας προκαταβολής, αλλά και όσες έλαβαν την ενίσχυση, πήραν ένα δάνειο το οποίο επιβαρύνει το ήδη υπάρχον χρέος και δυσχεραίνει τις προϋποθέσεις επιβίωσης την επόμενη μέρα.

Οι εργαζόμενοι αντί να στηριχθούν δέχτηκαν σφοδρότατη επίθεση, με μέτρα επιδότησης της ανεργίας και χωρίς προστασία από τις απολύσεις, με προγράμματα μειώσεων μισθών και πλήρη αποδιάρθρωση των όρων εργασίας, με κορυφαίο το ζήτημα της θέσπισης απλήρωτων υπερωριών. Ενώ δύσκολα θα βρει κανείς κάποιο μέτρο πραγματικής στήριξης των πληττόμενων νοικοκυριών και επαγγελματιών, που είδαν το εισόδημά τους να καταρρέει από τη μια στιγμή στην άλλη. Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει το προσβλητικό πρόγραμμα τηλεκατάρτισης “σκόιλελικίκου” που, εκτός από την αδιαφορία προς τις πραγματικές ανάγκες των επιστημόνων της χώρας, κατέδειξε και μια άλλη θλιβερή πτυχή της διακυβέρνησης εν μέσω πανδημίας, αυτή της αδιαφάνειας στη διαχείριση του δημοσίου χρήματος.

Η εντελώς ανεπαρκής στήριξη της πραγματικής οικονομίας δεν προκύπτει μόνο από τις αυξανόμενες φωνές των επαγγελματιών και των εργαζομένων, ούτε από μια θολή διαίσθηση, αλλά από τα ίδια τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού. Από την αρχή της πανδημίας μέχρι τα τέλη Αυγούστου το κράτος δαπάνησε μόλις 4,6δισ.-2,4%ΑΕΠ- για την άμεση στήριξη της οικονομίας (επιδόματα, κάλυψη εισφορών κ.λπ.) συμπεριλαμβανομένων των εγγυήσεων ΤΕΠΙΧ και ταμείου εγγυοδοσίας, γεγονός που κατατάσσει τη χώρα στην προτελευταία θέση της ευρωζώνης σε δαπάνες και μέτρα ρευστότητας.

Οι δε διάφορες αναβολές πληρωμών που περιστασιακά μόνο ανακουφίζουν, ακριβώς επειδή απλώς αναβάλλουν μια πληρωμή του πολίτη προς το κράτος, δημοσιονομικά αποτυπώνονται στα 2,2 δισ. -1,2% ΑΕΠ-τοποθετώντας τη χώρα μας στην προτελευταία θέση της ευρωζώνης και σε αυτό το είδος μέτρων.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ήδη από τον πρώτο μήνα της καραντίνας έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου αναφορικά με την πολιτική που ακολουθούσε η κυβέρνηση απέναντι στον τεράστιο κραδασμό που υφίστατο η αγορά και το εισόδημα των νοικοκυριών. Η κριτική δεν αφορούσε μόνο την ποσότητα αλλά και την ποιότητα και, κυρίως, τον χρόνο λήψης των μέτρων.

Σήμερα, πλέον, βρισκόμαστε σε μια συνθήκη εξαιρετικά δυσμενή. Ήδη το ΑΕΠ έχει συμπιεσθεί δραματικά (-15,2% στο β’ τρίμηνο),200.000 θέσεις εργασίας έχουν χαθεί και η ανεργία έχει αυξηθεί σε λίγους μήνες κατά 4 μονάδες. Ήδη οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν μείωση τζίρου κατά 50%,οδείκτηςοικονομικού κλίματος έχει κατακρημνιστεί και πάρα πολλές από αυτές κινδυνεύουν να κλείσουν. Ενώ και τα έσοδα από τον τουρισμό καταβαραθρώθηκαν λόγω σειράς εσφαλμένων χειρισμών της κυβέρνησης.

Ίσως, όμως, η πιο σοβαρή συνέπεια αυτής της πολιτικής δεν είναι η σημερινή συνθήκη αλλά ότι δεν έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για μία γρήγορη ανάκαμψη. Κανείς πια δεν θεωρεί ότι θα έχουμε μια ανάκαμψη τύπου V, όπως αρχικά επέμενε ο κ. Μητσοτάκης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ πριν από λίγες μέρες κατέθεσε στον δημόσιο διάλογο ένα συνολικό πλαίσιο εξόδου από την κρίση. Με θέσεις που αφορούν τα δημοσιονομικά, τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους και τα χρηματοδοτικά εργαλεία, καθώς και με ένα πλαίσιο συγκεκριμένων και ρεαλιστικών 11 μέτρων, τόσο προσωρινών όσο και μόνιμων. Η κεντρική ιδέα του προγράμματος είναι ότι επί του παρόντος χρειάζεται μια γενναία επεκτατική πολιτική με μέτρα διασφάλισης ρευστότητας στις μικρές επιχειρήσεις, υποστήριξης των θέσεων εργασίας, των σχέσεων εργασίας και των μισθών των εργαζομένων και τόνωσης του εισοδήματος των νοικοκυριών που κλονίστηκαν. Συγχρόνως, το πρόγραμμα καταθέτει μια σειρά μόνιμων στοχευμένων φοροελαφρύνσεων που δημιουργούν τις προϋποθέσεις η πολυπόθητη ανάκαμψη να είναι διατηρήσιμη στον χρόνο και κυρίως να μας περιλαμβάνει όλους. Το πλέον κρίσιμο σκέλος του προγράμματος αφορά το ζήτημα των τραπεζών και της αντιμετώπισης του προβλήματος της μειωμένης διοχέτευσης ρευστότητας στην πραγματική οικονομία, κυρίως του αποκλεισμού των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από τον δανεισμό. Ένα πρόβλημα που η παρούσα κυβέρνηση όχι απλώς αρνείται να αναγνωρίσει, αλλά συχνά τροφοδοτεί με τις επιλογές της. Τέλος, το πρόγραμμα επισημαίνει ως αναγκαίες προϋποθέσεις για την ανάκαμψη την αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων για περισσότερα χρόνια –για να μην μπει η χώρα σε νέες περιπέτειες μνημονίων και λιτότητας-, καθώς και την παράταση του έκτακτου προγράμματος PEPP της ΕΚΤ. Δύο διεκδικήσεις στις οποίες θα έπρεπε να πρωταγωνιστήσει η ελληνική πλευρά.

Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η παρούσα κυβέρνηση θέλει να κινηθεί σ’ αυτή την κατεύθυνση. Η εικόνα που εκπέμπει εδώ και μήνες είναι ότι προχωρά σε μια βίαιη αναδιάρθρωση της αγοράς εις βάρος των εργαζομένων και επιβάλλει είτε διά της αδράνειας είτε διά της δράσης της μια νέα συσσώρευση στην ελληνική οικονομία, με εκκαθάριση των μικρών επιχειρήσεων. Ένα, όμως, είναι βέβαιο. Αυτές οι επιλογές δεν μπορούν να εγγυηθούν ούτε την ανάπτυξη ούτε την κοινωνική συνοχή.

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο