Το απόλυτο χάος φαίνεται να επικρατεί αναφορικά με το καθεστώς τηλεργασίας στο Δημόσιο, ενώ όπως καταγγέλλουν οι οργανώσεις των εργαζομένων δεν διασφαλίζονται οι άδειες ειδικού σκοπού για τις ευπαθείς ομάδες. Σύμφωνα με την ΑΔΕΔΥ, οι εργαζόμενοι του δημοσίου δυσκολεύονται να προσκομίσουν τα αναγκαία δικαιολογητικά με αποτέλεσμα όσοι ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες να χρεώνονται ημέρες της κανονικής τους άδειας για να λείψουν από τη δουλειά τους προκειμένου να προστατέψουν την υγεία τους. Μάλιστα το θέμα αυτό φαίνεται να προκύπτει και από τη δυσκολία εφαρμογής του μέτρου του 40% υποχρεωτικής τηλεργασίας στο δημόσιο.
Το θέμα αυτό ανέκυψε με σφοδρότητα όταν στις 18 Σεπτεμβρίου πήραν ΦΕΚ οι δύο ΚΥΑ (μία των υπουργείων Εργασίας και Υγείας και μία των υπουργείων Εσωτερικών και Υγείας) που όριζαν τις ευπαθείς ομάδες των εργαζομένων για τον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα αντίστοιχα, όπως αναφέρει το in.gr.
«Κόφτης» στις άδειες των εκπαιδευτικών
Μάλιστα επικράτησε σύγχυση που είχε ως αποτέλεσμα να δοθούν διευκρινιστικές εγκύκλιοι από το υπουργείο Εσωτερικών. Ειδικότερα για το δημόσιο η ΟΛΜΕ κατήγγειλε ότι, με αυτές τις εγκύκλιους, για τους εκπαιδευτικούς «επανακαθορίζονται οι ομάδες αυξημένου κινδύνου και αλλάζουν οι προϋποθέσεις χορήγησης της ειδικής άδειας απουσίας στις ομάδες αυτές, σε μια προσπάθεια που έχει ως σκοπό τον περιορισμό των εργαζομένων που θα δικαιούνται την άδεια αυτή». Τους εκπαιδευτικούς έφερνε ως «τρανταχτό παράδειγμα» και η ΑΔΕΔΥ για τον κόφτη στις άδειες των εργαζομένων που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες λόγω κοροναϊού.
Η ΑΔΕΔΥ από την πλευρά της περιέγραφε την κατάσταση ως εξής:
«Η κυβέρνηση, στο πλαίσιο των μέτρων αποσυμφόρησης των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, αλλά και του συγχρωτισμού στους εργασιακούς χώρους, με στόχο την αποτροπή μετάδοσης του κοροναϊού, πριν λίγες ημέρες, ανακοίνωσε την υποχρεωτική τηλεργασία, στο 40%, για τους εργαζόμενους του Ιδιωτικού και Δημόσιου τομέα που εκτελούν εργασίες γραφείου ή εργασίες που μπορούν να πραγματοποιηθούν εξ αποστάσεως.
Στην εγκύκλιο του Υπουργείου Εσωτερικών (ΔΙΔΑΔ/ Φ.69/126/16316/20-09-20), η υποχρεωτική τηλεργασία, μετατράπηκε σε δυνατότητα παροχής εξ αποστάσεως εργασίας από τους υπαλλήλους, αποκλειστικά εφόσον αυτό συνάδει με τη φύση των καθηκόντων τους, με γνώμονα το χωροταξικό των φορέων, ενώ, παράλληλα, έμπαιναν προϋποθέσεις που καθιστούσαν την τηλεργασία, τελικά, προαιρετική και στη διακριτική ευχέρεια των διοικήσεων. Στην πραγματικότητα, πέραν των ευπαθών ομάδων που, έτσι κι αλλιώς, εκτελούσαν εργασίες “back office”, ελάχιστο ποσοστό του προσωπικού, τέθηκε σε καθεστώς τηλεργασίας.
Ακατάλληλες οι συνθήκες εργασίας στο Δημόσιο
Επί της ουσίας η ανακοίνωση της κυβέρνησης δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια εξαγγελία, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, αφού η συντριπτική πλειονότητα των Δημοσίων Υπαλλήλων συνεχίζει να εργάζεται σε ακατάλληλες συνθήκες, χωρίς να εξασφαλίζονται οι απαιτούμενες αποστάσεις μεταξύ των εργαζομένων και χωρίς να υπάρχουν ούτε τα απαραίτητα μέσα ατομικής προστασίας. Χρειάστηκε σε δύο ημέρες να εκδοθεί νέα διευκρινιστική (ΔΙΔΑΔ/Φ.69/127/19682/22-09-20) της διευκρινιστικής εγκυκλίου της 20ης Σεπτεμβρίου, η οποία κατέδειξε το γενικευμένο πρόβλημα σύγχυσης που υπήρχε.
Αλαλούμ με τις άδειες των ευπαθών ομάδων
Ταυτόχρονα, πραγματικό αλαλούμ επικρατεί ως προς τη χορήγηση αδειών των ευπαθών ομάδων, αφού απαιτούνται ένα σωρό έγγραφα και παραπεμπτικά σημειώματα της υπηρεσίας, τα οποία δεν υπάρχουν, με αποτέλεσμα οι άδειες να μην χορηγούνται ακόμα (τρανταχτό παράδειγμα στην εκπαίδευση) και να χρεώνονται στους εργαζόμενους κανονικές άδειες.
Την ίδια ώρα, δεν διενεργούνται προληπτικά τεστ πουθενά, στο Δημόσιο (με την αυτονόητη εξαίρεση του υγειονομικού προσωπικού), ενώ τα κρούσματα ανάμεσα στους εργαζόμενους πολλαπλασιάζονται και υπηρεσίες κλείνουν. Η κυβέρνηση της Ν.Δ., ουσιαστικά αποποιείται τις ευθύνες της και ταυτόχρονα τις μετακυλίει στον κάθε εργαζόμενο χωριστά».
Από την πλευρά του το ΥΠΕΣ με αφορμή τις επικρίσεις που δέχτηκε για την ΚΥΑ αυτή απάντησε ότι «ο προσδιορισμός των ομάδων αυξημένου κινδύνου για τον κοροναϊό και όλες οι αποφάσεις του ΥΠΕΣ (εγκύκλιοι κ.λπ.) καθορίζονται από τις εισηγήσεις της Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του COVID-19, του Υπουργείου Υγείας».
Στο πλαίσιο αυτό η ΑΔΕΔΥ απαιτεί:
• Να υλοποιηθεί, άμεσα, η εξαγγελία της κυβέρνησης για 40% υποχρεωτική τηλεργασία στις υπηρεσίες γραφείου, στην Αττική, αλλά και όπου αλλού υπάρξει αύξηση κρουσμάτων. • Να χορηγηθούν ΤΩΡΑ οι άδειες για τις ευπαθείς ομάδες. • Να γίνονται διαγνωστικά τεστ, με έξοδα της υπηρεσίας, σε τακτική βάση στους εργαζόμενους, ειδικά σε αυτούς που έρχονται σε επαφή με το κοινό. • Να παρασχεθούν άμεσα και δωρεάν Μέσα Ατομικής Προστασίας στους εργαζόμενους. • Να νομοθετηθεί αυστηρό πλαίσιο προστασίας των εργασιακών και μισθολογικών δικαιωμάτων όσων εντάσσονται σε καθεστώς τηλεργασίας. Να παρέχεται ο απαραίτητος τεχνολογικός εξοπλισμός».
Δύο υποκείμενα νοσήματα για τους κάτω των 65 ετών
Αν αυτά ισχύουν στο δημόσιο τομέα, τότε μπορεί να φανταστεί κανείς τι γίνεται στον ιδιωτικό τομέα για τους εργαζόμενους που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες. Και μάλιστα σύμφωνα με όσα είχε πει πρόσφατα ο Νίκος Χαρδαλιάς για το κέντρο της Αθήνας ο χώρος των ιδιωτικών επιχειρήσεων είναι από τις βασικές εστίες αύξησης των κρουσμάτων, κάνοντας έκκληση στους εργοδότες να τηρηθούν τα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας.
Πάντως από τις ΚΥΑ για τον ορισμό των ευπαθών ομάδων στον κοροναϊό προκύπτουν και άλλα ζητήματα.
Ειδικότερα, ερωτήματα γεννά το γεγονός ότι για υποκείμενα νοσήματα όπως πχ ο σακχαρώδης διαβήτης, η χρόνια πνευμονοπάθεια, η αρτηριακή υπέρταση, το Πάρσκινσον κλπ, από μόνο τους δεν θεωρούνται αρκετά για να δικαιούται άδεια λόγω κοροναϊού ο εργαζόμενος αν είναι κάτω των 65 ετών. Πχ ένας εργαζόμενος κάτω των 65 ετών θα πρέπει να πάσχει από δύο τέτοια νοσήματα προκειμένου να εντάσσεται στις ομάδες αυξημένου κινδύνου!