Ο ερχομός του φθινοπώρου και του χειμώνα φέρνει μαζί του τον ιό της εποχικής γρίπης και το κρυολόγημα. Στην περίοδο της πανδημίας έχει σημασία να μπορούμε όσο γίνεται να είμαστε ενημερωμένοι για τα συμπτώματα των τριών ασθενειών και να μπορούμε στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, να τα ξεχωρίσουμε μεταξύ τους.
Τα άτομα που έχουν γρίπη θα παρουσιάσουν συμπτώματα εντός 1-4 ημερών. Τα συμπτώματα για τη νόσο COVID-19 μπορεί να αναπτυχθούν μεταξύ 1-14 ημερών. Ωστόσο, η διάμεση περίοδος επώασης για τον νέο κορονοϊό είναι περίπου 5 μέρες. Συγκριτικά, η περίοδος επώασης για το κοινό κρυολόγημα είναι 1-3 ημέρες, όπως αναφέρει το iatropedia.gr.
Τα συμπτώματα της νόσου COVID-19 είναι παρόμοια τόσο σε παιδιά όσο και σε ενήλικες. Ωστόσο, τα παιδιά εμφανίζουν συνήθως πυρετό και πιο ήπια συμπτώματα, που μοιάζουν με εκείνα του κρυολογήματος, όπως ρινική καταρροή και βήχας.
Συγκριτικός πίνακας για τα συμπτώματα κορονοϊού (COVID-19), εποχικής γρίπης και κοινού κρυολογήματος:
νακας
Κορονοϊός – Γρίπη: Μετάδοση
Τόσο ο νέος κορονοϊός SARS-CoV-2 όσο και ο ιός της εποχικής γρίπης μπορούν να εξαπλωθούν μέσω διαπροσωπικής επαφής. Μικροσκοπικά σταγονίδια που περιέχουν τους ιούς μπορούν να περάσουν από το ένα άτομο στο άλλο συνήθως μέσω της μύτης και του στόματος, όταν ο ασθενής βήχει και φτερνίζεται.
Σύμφωνα με το CDC, οι άνθρωποι μπορούν να μεταδώσουν τον ιό της γρίπης σε άτομα που βρίσκονται 2 μέτρα μακριά. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, οι άνθρωποι πρέπει να παραμένουν τουλάχιστον 2 μέτρα μακριά από κάθε βήχα ή φτάρνισμα, για να αποτρέψουν τη, μετάδοση της μόλυνσης με τον ιό SARS-CoV-2.
Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, η ταχύτητα μετάδοσης διαφέρει μεταξύ των δύο ιών. Τα συμπτώματα της γρίπης εμφανίζονται νωρίτερα και μπορούν να εξαπλωθούν γρηγορότερα από τον ιό SARS-CoV-2. Επίσης, τα άτομα με γρίπη μπορούν να περάσουν τον ιό πριν εκδηλώσουν συμπτώματα. Ένα άτομο μπορεί επίσης να μεταδώσει τον νέο κορονοϊό SARS-CoV-2 ακόμα κι αν δεν έχει συμπτώματα.
Υπάρχουν επίσης διαφορές στην μετάδοση μεταξύ παιδιών και ενηλίκων. Η μετάδοση της εποχικής γρίπης από παιδιά σε ενήλικες είναι κοινή. Ωστόσο, με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα φαίνεται ότι είναι πιο κοινό για τους ενήλικες να περάσουν τον ικό SARS-CoV-2 στα παιδιά. Τα παιδιά, όμως, είναι λιγότερο πιθανό να αναπτύξουν συμπτώματα.
Κορονοϊός: Η διαφορά στην απώλεια όσφρησης μεταξύ COVID-19 και του κοινού κρυολογήματος
Σύμφωνα με ερευνητές, των οποίων η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Rhinology, η κύρια διαφορά μεταξύ της απώλειας μυρωδιάς που προκαλείται από την COVID-19 και του κρυολογήματος είναι ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αναπνέουν.
Τα άτομα που χάνουν την αίσθηση της όσφρησης λόγω κορονοϊού εξακολουθούν να μπορούν να εισπνέουν ελεύθερα από την μύτη, αλλά δεν μπορούν να ανιχνεύσουν πικρές ή γλυκές μυρωδιές.
Η ανοσμία (απώλεια όσφρησης) ως αποτέλεσμα άλλων λοιμώξεων, όπως το κοινό κρυολόγημα, συνοδεύεται από ρινική καταρροή.
Η ερευνητική ομάδα διενήργησε δοκιμές οσμής και γεύσης σε 10 ασθενείς με COVID-19, 10 άτομα με βαρύ κρυολόγημα και μια ομάδα ελέγχου 10 υγιών ατόμων.
“Θέλαμε να δούμε αν οι βαθμολογίες τους για τη δοκιμή μυρωδιάς και γεύσης θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη διάκριση μεταξύ ασθενών με κορονοϊό και ασθενών με βαρύ κρυολόγημα. Γνωρίζουμε ότι ο κορονοϊός συμπεριφέρεται διαφορετικά από άλλους αναπνευστικούς ιούς, για παράδειγμα προκαλώντας την υπερβολική αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος του σώματος, γνωστή ως καταιγίδα κυτοκίνης, και επηρεάζοντας το νευρικό σύστημα”, σχολίασε ο καθηγητής Carl Philpott από την Ιατρική Σχολή Norwich του Πανεπιστημίου East Anglia και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
Κορονοϊός: Η ανοσμία λόγω COVID-19 συνδέεται με το κεντρικό νευρικό σύστημα
Αν και η απώλεια όσφρησης από κοινό κρυολόγημα προκαλείται από την άμεση απόφραξη των ρινικών διόδων, η ανοσμία από COVID-19 μπορεί να συνδεθεί με το κεντρικό νευρικό σύστημα.
“Προηγουμένως είχε προταθεί ότι ο κορονοϊός επηρεάζει το κεντρικό νευρικό σύστημα, με βάση τα νευρολογικά σημάδια που έχουν αναπτυχθεί από ορισμένους ασθενείς. Υπάρχουν επίσης ομοιότητες με τον SARS, ο οποίος έχει επίσης αναφερθεί ότι εισέρχεται στον εγκέφαλο, πιθανώς μέσω υποδοχέων οσμής στην μύτη. Τα αποτελέσματά μας αντικατοπτρίζουν, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, μια συγκεκριμένη εμπλοκή στο επίπεδο του κεντρικού νευρικού συστήματος σε ορισμένους ασθενείς με COVID-19”, δήλωσε ο καθηγητής Philpott.
Αυτό το εύρημα θα μπορούσε να διευκολύνει τη διάγνωση του κορονοϊού. Αν και τέτοιες δοκιμές δεν μπορούν να αντικαταστήσουν επίσημα διαγνωστικά “εργαλεία”, όπως τα επιχρίσματα από τον λαιμό, θα μπορούσαν να παρέχουν μια εναλλακτική λύση όταν δεν είναι διαθέσιμες συμβατικές εξετάσεις ή όταν απαιτείται γρήγορος έλεγχος (ιδιαίτερα στο επίπεδο της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, στα επείγοντα νοσοκομείων ή σε αεροδρόμια).
“Αυτή η έρευνα δείχνει επίσης ότι υπάρχουν εντελώς διαφορετικά πράγματα σε ό, τι αφορά την απώλεια όσφρησης και γεύσης σε ασθενείς με OVID-19, σε σύγκριση με εκείνους με βαρύ κρυολόγημα”, δήλωσε ο καθηγητής Philpott.