«Η μονόπλευρη γαλλική υποστήριξη για την Ελλάδα καθιστά δυσκολότερη τη διαπραγματευτική λύση, διότι μειώνει την προθυμία για συμβιβασμό στην Αθήνα». Αυτή την ανάρτηση έκανε ο εκπρόσωπος Εξωτερικών Υποθέσεων της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του SPD, των Γερμανών Σοσιαλιστών…
Η γερμανική πολιτική έναντι της Ελλάδας, όπως και έναντι της Τουρκίας, είναι ενιαία, διακομματική και διαχρονική. Με διαφορετικό πρόσημο για την κάθε μία από τις δύο χώρες. Θετικό για την Τουρκία, αρνητικό για την Ελλάδα. Η Γερμανία δεν μπαίνει καν στον κόπο να τηρήσει τα προσχήματα, ούτε καν τώρα που είναι προεδρεύουσα της ΕΕ. Δεν την ενδιαφέρουν τα προσχήματα. Το αποτέλεσμα την ενδιαφέρει. Να κάτσει την Ελλάδα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την τουρκική ατζέντα και να κρατήσει την Τουρκία αλώβητη από τις κυρώσεις.
Ο Γερμανός κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Ζάιμπερτ είναι σαφής: «Η έκκλησή μας παραμένει, για αποκλιμάκωση, διάλογο, επίλυση των επίμαχων προβλημάτων με απευθείας συνομιλίες. Αυτό στηρίζει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και προσωπικά η καγκελάριος με συζητήσεις που διεξάγει».
Καμία αναφορά στο ποιος είναι ο επιτιθέμενος, ποιος δημιουργεί τα προβλήματα, ποιος παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο, ποιος διατυπώνει απειλές πολέμου και μάλιστα κατά κρατών – μελών της ΕΕ. Μόνο «επίμαχα προβλήματα» που χρειάζονται «επίλυση» με «απευθείας διάλογο». Η Ελλάδα και η Κύπρος που υφίστανται την επίθεση, εξομοιώνονται με την Τουρκία η οποία έχει εισβάλει σε ό,τι υπάρχει τριγύρω της.
Η Γερμανία – πέραν της παλαιότερης γνωστής ιστορίας της – έχει ένα πρόσφατο πυκνό ιστορικό καταστροφής και δήλωσης της Ελλάδας κατά την υπερδεκαετή τραγωδία των Μνημονίων. Εκείνη την περίοδο η χώρα κατέστη αναλώσιμη και η οικονομική ισοπέδωσή της επιχειρήθηκε χρησιμοποιηθεί ως προστάδιο της γεωπολιτικής εκμηδένισής της. Η άρνηση των δανειστών να εξαιρεθούν οι αμυντικές δαπάνες από τις περικοπές και η υπονόμευση κάθε εξοπλιστικής προσπάθειας, ακόμα και συντήρησης υφιστάμενων οπλικών συστημάτων, εκεί στόχευε και όχι στο να μην υπάρξει απόκλιση από τη δημοσιονομική προσαρμογή.
Τώρα το Βερολίνο, επωφελούμενο και από τη διαχρονική επιδίωξη των βαθέων και μη κέντρων της Ουάσινγκτον να ικανοποιούν την Τουρκία με αντάλλαγμα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα ακόμα και κυριαρχία, προωθεί απροκάλυπτα τις τουρκικές διεκδικήσεις με όχημα τον «διάλογο».
Βέβαια, η κύρια ευθύνη ανήκει στην ελληνική πλευρά διότι υπάρχει ένα τμήμα του εγχώριου συστήματος που εθελοτυφλεί, αντιμετωπίζοντας τη Γερμανία ως έναν καλόπιστο ή έστω ουδέτερο μεσολαβητή. Η ίδια η Γερμανία ουδέποτε πλασαρίστηκε ως τέτοιος. Δεν προσπάθησε καν να προσποιηθεί. Ποτέ δεν έκρυψε τις προθέσεις της και τις προτιμήσεις της βάσει της τοποθέτησης των συμφερόντων της. Οι δικοί μας κάνουν ότι δεν βλέπουν ή κάποιοι όντως δεν αντιλαμβάνονται, γεγονός εξόχως ανησυχητικό, πέραν του μέρους εκείνου της ντόπιας «ελίτ» και των απαρτίων της που καταλαβαίνουν αλλά έχουν λόγους, ωφελιμιστικούς ή «αναγκαστικούς», να συμμερίζονται τη γερμανική ή και κάθε άλλη πολιτική εις βάρος της χώρας.
Η αποδοχή της εν εξελίξει γερμανικής διαμεσολάβησης μόνο ως τακτικός ελιγμός θα μπορούσε να έχει νόημα, αλλά αυτό προϋποθέτει κάποιες παράλληλες κινήσεις οι οποίες δεν φαίνεται να έχουν γίνει. Αν στόχος ήταν να κερδηθεί χρόνος, αυτό θα έπρεπε να εντάσσεται σε έναν ευρύτερο στρατηγικό σχεδιασμό, ώστε η διολίσθηση στους μεν δυνητικούς συμμάχους να μην εκληφθεί ως εγκατάλειψη των «κόκκινων γραμμών» με ό, τι αυτό συνεπάγεται για την αξιοπιστία της χώρας, στους δε σπόνσορες της Τουρκίας να μην ανοίξει περαιτέρω η όρεξη.