Κόσμος

Η μάχη του Μαντζικέρτ: Η αρχή του τέλους για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία

Η στρατιωτική σύγκρουση που έλαβε χώρα στις 26 Αυγούστου του έτους 1071 νοτίως του Μαντζικέρτ και βορειοδυτικά της λίμνης του Βαν, ανάμεσα στις δυνάμεις του βυζαντινού αυτοκράτορα Ρωμανού Δ’ Διογένη και του σελτζούκου σουλτάνου Αλπ Αρσλάν, έμελλε να αποτελέσει την αρχή του τέλους της παρουσίας των Βυζαντινών στα Μικρασιατικά εδάφη.

Το Μαντζικέρτ είναι πόλη της Ανατολικής Τουρκίας, κοντά στη λίμνη Βαν. Στα βυζαντινά χρόνια, είχε μεγάλη σημασία για την αυτοκρατορία. Η στρατηγική θέση της για την άμυνα του Βυζαντίου ενισχύθηκε με την εξαιρετική οχύρωση και την αξιόμαχη φρουρά της. Υπήρξε στόχος διαφόρων εχθρών του Βυζαντίου, ιδιαίτερα των Σελτζούκων Τούρκων κατά τον 11ο αιώνα.

Αυτοί προσπάθησαν να καταλάβουν την πόλη στα χρόνια του Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου (1042-1054), αλλά νικήθηκαν από τη φρουρά της πόλης έχοντας βαριές απώλειες. Ωστόσο, επανήλθαν. Ο σουλτάνος Αλπ Αρσλάν, μετά από αλλεπάλληλες στρατιωτικές επιτυχίες, κατέλαβε την πόλη Ανί και μετά από συνεχείς προσπάθειες και το φρούριο του Μαντζικέρτ, το 1070. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, εκείνη τη χρονική περίοδο (1068-1071), ήταν ο Ρωμανός Δ’ Διογένης.

Ο Ρωμανός καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Καππαδοκίας.

Είχε διακριθεί για τις εξαιρετικές στρατηγικές του ικανότητες και τη γενναιότητά του, ιδιαίτερα στις εκστρατείες εναντίον των Πετσενέγκων (Πατζινακών). Μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι’, η χήρα του, Ευδοκία, τον επέλεξε ως σύζυγό της, μετά τις εισηγήσεις των συμβούλων της. Στέφθηκε αυτοκράτορας την Πρωτοχρονιά του 1068. Το επίθετο Διογένης ίσως ήταν παραλλαγή του Διγενής. Από την αρχή της ανάληψης των καθηκόντων του, είχε να αντιμετωπίσει πολλά ανοιχτά ζητήματα, τα κυριότερα απ’ αυτά ήταν η εχθρότητα της οικογένειας Δούκα, που ένιωθε αδικημένη, γιατί θεωρούσε ότι έπρεπε κάποιο μέλος της να ανέβει στον θρόνο και η στάση του θεολόγου, φιλοσόφου και πολιτικού Μιχαήλ Ψελλού, ο οποίος στα χρόνια της βασιλείας του παλιού του συμμαθητή Κωνσταντίνου Ι’, αναδείχτηκε “παραδυναστεύων τω βασιλεί”. Με την άνοδο του Ρωμανού στον θρόνο, προτίμησε να κρυφτεί σε ένα μοναστήρι, παρά να βοηθήσει το νέο αυτοκράτορα.

Ο Ρωμανός ξεκίνησε τη βασιλεία του με δύο χρόνια εκστρατειών στην Ανατολή, όπου είχε να αντιμετωπίσει, εκτός από τους Σελτζούκους και προβλήματα στις τάξεις του στρατού, που είχε φθάσει στα όρια της ανταρσίας. Οι εκστρατείες του Ρωμανού στη Μικρά Ασία το 1068 και το 1069 δεν κατάφεραν παρά μόνο την ανάκτηση της Ιεράπολης. Αντίθετα, στο ίδιο χρονικό διάστημα, λεηλατήθηκαν από τους Σελτζούκους η Νεοκαισάρεια, το Αμόριο και το Ικόνιο.

Αφού υπόγραψε μια εύθραυστη εκεχειρία με τον Αλπ Αρσλάν, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και φρόντισε να καταβληθούν χρήματα από τα οφειλόμενα στους στρατιώτες και να εκπαιδευτούν νέες μονάδες. Έτσι, συγκέντρωσε περίπου 70.000 στρατιώτες για μια μεγάλη εκστρατεία εναντίον των Σελτζούκων, που θα οδηγούσε τελικά στην απομάκρυνσή τους από την Ανατολία. Την Κυριακή της Ορθοδοξίας, 13 Μαρτίου 1071, ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη γι’ αυτή τη μακρινή και δύσκολη εκστρατεία. Μετά από μελέτη διαφόρων σχεδίων, ο Ρωμανός και οι επιτελείς του αποφάσισαν να επιτεθούν στα βάθη των εδαφών που κατείχαν οι Σελτζούκοι.

Η εκστρατεία του Ρωμανού ξεκίνησε με προβλήματα.

Άφησε πίσω του στην Κωνσταντινούπολη τον έμπειρο αξιωματικό Νικηφόρο Βοτανειάτη, επειδή τον υποψιαζόταν για προδοσία, και προτίμησε να πάρει μαζί του τον Ανδρόνικο Δούκα, πρωτότοκο γιο του Ιωάννη Δούκα, ενός από τους αντιπάλους του για τον θρόνο. Οι δύο ανώτατοι στρατηγοί ήταν ο Ιωσήφ Ταρχανειώτης, διοικητής της ανατολικής πτέρυγας του στρατού, και ο μάγιστρος Νικηφόρος Βρυέννιος, διοικητής της δυτικής πτέρυγας.

Επίσης, ένας Νορμανδός ιππότης, ο Ρουσέλιος ο Φραγκόπουλος, ήταν επικεφαλής ενός αποσπάσματος περίπου 500 “αιμοδιψών και απείθαρχων” Φράγκων μισθοφόρων, ενώ ως αντίπαλοι του ιππικού των Σελτζούκων υπηρετούσε μια ετερόκλητη ομάδα από Ογούζους, Τούρκους και Πετσενέγκους. Στην εκστρατεία πήρε μέρος ως ανώτατος στρατοδίκης ο αξιωματικός και συγγραφέας Μιχαήλ Ατταλειάτης, το έργο του οποίου αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή μας για την εκστρατεία αυτή. Παράλληλα, ο Ρωμανός άρχισε να γίνεται όλο και πιο απόμακρος από τους στρατιώτες του. Έχοντας πολυτελή εξοπλισμό και εφόδια για τη δική του καλοπέραση, έδειχνε σαν να μην νοιάζεται καθόλου για τις κακουχίες που περνούσαν οι άνδρες του.

Το τελικό σχέδιο των Βυζαντινών ήταν να καταλάβουν το Μαντζικέρτ και το Χλιάτ, μια πόλη νοτιότερα, κοντά στη λίμνη Βαν.

Εν τω μεταξύ, ο Αλπ Αρσλάν κατευθυνόταν από την Παλαιστίνη στο Χαλέπι, καθώς οι Βυζαντινοί διέσχιζαν την Καππαδοκία με κατεύθυνση τη Θεοδοσιούπολη. Στο Χαλέπι τον συνάντησαν Βυζαντινοί πρεσβευτές με επικεφαλής τον Λέοντα Διαβατηνό και του διαμήνυσαν ότι ο Ρωμανός θα ξεκινούσε πόλεμο εναντίον του. Ο Αλπ Αρσλάν έφυγε εσπευσμένα από το Χαλέπι μετά το γεγονός αυτό. Κατευθύνθηκε αρχικά προς τη Μοσούλη, έκανε μια στάση στην Άμιδα και κατέληξε στη Ματιανή Λίμνη. Τελικά έφτασε περίπου 160 χλμ. ανατολικά των βυζαντινών δυνάμεων, επικεφαλής μιας δύναμης ιππικού 30.000 ανδρών και οι ανιχνευτές του παρακολουθούσαν συνεχώς τις κινήσεις των δυνάμεων του Ρωμανού.

Οι βυζαντινές δυνάμεις εν τω μεταξύ έφτασαν στη Θεοδοσιούπολη (σήμερα Ερζερούμ). Μια σημαντική δύναμη Πετσενέγκων συμμάχων μαζί με τους Φράγκους υπό τον Ρουσέλ, πήραν εντολή να κατευθυνθούν προς το Χλιάτ, το οποίο ο Ρωμανός θεωρούσε δυσκολότερο από τους δύο αντικειμενικούς του στόχους. Ο ίδιος με τα υπόλοιπα στρατεύματα κατευθύνθηκε προς το Μαντζικέρτ. Πριν όμως φτάσει εκεί, έστειλε άλλη μια σημαντική δύναμη να ενισχύσει τους Πετσενέγκους και τους Φράγκους στην προσπάθεια κατάληψης του Χλιάτ.

Οι Σελτζούκοι ωστόσο είχαν φτάσει πολύ κοντά στα βυζαντινά στρατεύματα και παρακολουθούσαν τις κινήσεις τους. Αντίθετα, ο Ρωμανός και οι στρατηγοί του είχαν την εντύπωση ότι οι άνδρες του Αλπ Αρσλάν βρισκόταν ακόμα πολύ μακριά. Αγνοώντας αυτά ο αυτοκράτορας κινήθηκε προς το Μαντζικέρτ. ύστερα από μια σειρά γεγονότων κατάλαβε ότι οι Σελτζούκοι ήταν πολύ κοντά ενώ λίγο αργότερα συνειδητοποίησε την πραγματικότητα.

Στις 24ης Αυγούστου, οι Σελτζούκοι επιτέθηκαν εναντίον του στρατοπέδου των Βυζαντινών, χωρίς αποτέλεσμα. Την επόμενη μέρα, οι άνδρες του Ρωμανού απέκρουσαν ένα απόσπασμα Σελτζούκων που προσπάθησε να καταλάβει την όχθη του ποταμού (παραπόταμου του Μουράτ Σου), όπου είχαν στρατοπεδεύσει οι Βυζαντινοί. Λίγο αργότερα, πολλοί Ογούζοι λιποτάκτησαν και εντάχθηκαν στις δυνάμεις των Σελτζούκων που ήταν μακρινά τους ξαδέρφια.

Αμέσως μετά έφτασε στο αυτοκρατορικό στρατόπεδο πρεσβεία του Αλπ Αρσλάν με επικεφαλής τον χαλίφη αλ Μουχαλμπάν από τη Βαγδάτη με προτάσεις για διαπραγματεύσεις. Ο Ρωμανός θεωρώντας ότι οι Σελτζούκοι ήθελαν απλώς να κερδίσουν χρόνο, απέπεμψε τους πρέσβεις και έδωσε εντολή στον στρατό να κινηθεί κατά του εχθρού το πρωί της Παρασκευής, 26 Αυγούστου 1071.

Η μάχη του Μαντζικέρτ:

Ο στρατός βάδισε σε δύο γραμμές βάθους 4-10 μέτρων η καθεμία, με δύο πτέρυγες να καλύπτουν τα πλευρά. Μπροστά πήγαινε έφιππος ο Ρωμανός με την αυτοκρατορική του φρουρά. Διοικητής της αριστερής πτέρυγας ήταν ο Θεόδωρος Βρυέννιος και της δεξιάς ο Θεόδωρος Αλυάττης. Μαζί του είχε και όσους Ογούζους και Πετσενέγκους δεν είχαν αυτομολήσει. Ο Ανδρόνικος Δούκας διοικούσε την οπισθοφυλακή. Η οργάνωση και το σχέδιο δεν ήταν άσχημα. Όμως δεν μπορεί να εξηγηθεί το γιατί ο Ρωμανός ξεκίνησε για τη μάχη ενώ του έλειπαν οι κατάφρακτοι άνδρες του Ταρχανειώτη.

Ο Αλπ Αρσλάν, που είχε παρατάξει τις δυνάμεις του σε σχήμα ημισελήνου, ανέγνωσε ένα μήνυμα του χαλίφη αλ Καΐμ προς τα στρατεύματα, με το οποίο τα εξόρκιζε να πολεμήσουν για την πίστη του Αλλάχ, τη δικαιοσύνη των πιστών και τον παράδεισο των στρατιωτών. Ήταν Παρασκευή και οι μουσουλμάνοι μόλις είχαν ολοκληρώσει την προσευχή τους, όπως και οι Βυζαντινοί, οι οποίοι άκουσαν τον Ρωμανό να τους υπόσχεται οικονομικές, αλλά και πνευματικές ανταμοιβές και τους ιερείς τους να τους διαβεβαιώνουν για το δίκαιο του σκοπού τους.

Ο βυζαντινός στρατός άρχισε να προελαύνει με σταθερό βήμα και με τάξη. Οι Σελτζούκοι υποχωρούσαν, επίσης με τάξη, βάλλοντας με τόξα εναντίον των πτερύγων του βυζαντινού στρατού. Ο Ρωμανός, με την «κεντρική γραμμή», συνέχιζε την πορεία του και στα μέσα του απογεύματος κατέλαβε το άδειο στρατόπεδο των Σελτζούκων. Ο αυτοκράτορας και οι άνδρες του ήταν πολύ κουρασμένοι, ενώ τα τρόφιμα και το νερό λιγόστευαν επικίνδυνα.

Κάποια στιγμή, αργά το απόγευμα, ο Ρωμανός αποφάσισε να κινηθεί προς το στρατόπεδό του. Ενώ όμως το κέντρο της παράταξης υποχωρούσε συντεταγμένα, κάποιοι αξιωματικοί και στρατιώτες της δεξιάς πτέρυγας εξέλαβαν εσφαλμένα το σήμα της υποχώρησης ως ένδειξη ότι ο αυτοκράτορας είχε σκοτωθεί στη μάχη. Εκείνη τη στιγμή, οι Σελτζούκοι κατάφεραν ισχυρό πλήγμα στις δυνάμεις του Αλυάττη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την περικύκλωση των ανδρών του Ρωμανού.

«Ο βασιλιάς ολομόναχος, εγκατελειμμένος και στερημένος από κάθε ελπίδα, γύμνωσε το ξίφος του κατά του εχθρού, σκοτώνοντας πολλούς και αναγκάζοντας πολλούς άλλους να τραπούν σε φυγή. Κυκλωμένος από ένα πλήθος εχθρών, τραυματίστηκε στο μπράτσο… το άλογό του χτυπήθηκε από βέλη, γλίστρησε και έπεσε παρασύροντας μαζί και τον αναβάτη του», έγραφε αργότερα ο Βρυέννιος.

Ο Ρωμανός, αν και τραυματίας, συνέχισε να μάχεται γενναία. Εγκαταλείφθηκε όμως από τον στρατό του, αρχικά από τους Αρμένιους και στη συνέχεια από τις δυνάμεις της εφεδρείας υπό τον Ανδρόνικο Δούκα, ο οποίος δεν πήρε μέρος στη μάχη, είτε γιατί δεν ήθελε να ρισκάρει τις ζωές των ανδρών του, είτε, το πιθανότερο, γιατί ήθελε να «ξεφορτωθεί» τον Ρωμανό και τον άφησε κυριολεκτικά στο έλεος του Θεού. Είχε νυχτώσει, όταν ο διοικητής της κύριας σελτζουκικής δύναμης Ταράγκι, που είχε απώλειες τουλάχιστον 4.000 ανδρών, έδωσε εντολή να σταματήσει η καταδίωξη των Βυζαντινών, οι οποίοι κατάφεραν να φτάσουν στο φρούριο του Μαντζικέρτ.

Στο πεδίο της μάχης οι Βυζαντινοί άφησαν άφθονα λάφυρα. Το κυριότερο όμως είναι ότι στο πεδίο της μάχης παρέμενε τραυματισμένος ο αυτοκράτορας Ρωμανός.  Την επόμενη ημέρα αιχμαλωτίστηκε αλλά αφέθηκε ελεύθερος μετά την καταβολή ενός σημαντικού χρηματικού ποσού, ενώ οι ηττημένοι Βυζαντινοί υποχρεώθηκαν να καταβάλλουν ετήσιο φόρο στον Αλπ Αρσλάν και να απελευθερώσουν όλους τους Τούρκους αιχμαλώτους.

Η μάχη του Μαντζικέρτ, κορυφαίο γεγονός στην ταραχώδη περίοδο από το θά­νατο του Βα­σι­λεί­ου Β’ Βουλ­γα­ρο­κτό­νου (1025) έως την Α’ Σταυ­ρο­φο­ρί­α (1096-1099), επέτρεψε στους σελτζούκους Τούρκους να εισχωρήσουν και να εγκατασταθούν μόνιμα πλέον στη μικρασιατική ενδοχώρα, κύρια πε­ριο­χή στρατο­λό­γη­σης αν­δρών για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι στο Μαντζικέρτ άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το Μαντζικέρτ, σύμφωνα με την άποψη ενός μελετητή, υπήρξε η στιγμή εκείνη όπου ο ελληνικός κόσμος απώλεσε την οικουμενικότητά του και συρρικνώθηκε στη βαλκανική του διάσταση. Οι τραγικές επιπτώσεις της μάχης μεγεθύνθηκαν και επιταχύνθηκαν λόγω του εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε αμέσως μετά, διασαλεύοντας την ομαλότητα και επιφέροντας την ακόμη μεγαλύτερη στρατιωτική αποδυνάμωση του Βυζαντίου. Εν κατακλείδι, η ήττα των βυζαντινών δυνάμεων στο Μαντζικέρτ δε σηματοδότησε τη στρατιωτική καταστροφή του Βυζαντίου ή την ουσιαστική απώλεια εδαφών, αλλά τα γεγονότα που την ακολούθησαν επιτάχυναν τη συρρίκνωση και, τελικά, την πτώση του Βυζαντίου.

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο