Σε ηλικία 79 ετών έφυγε από τη ζωή, προδομένος από την καρδιά του ο μεγάλος Έλληνας τραγουδιστής, Γιάννης Πουλόπουλος. Μία από τις εμβληματικές φωνές του Νέου Κύματος έσβησε για πάντα, την Κυριακή 23 Αυγούστου. Μαζί με τον Γιάννη Πουλόπουλο χάνεται ακόμα ένα κομμάτι μιας εποχής που ζει ακόμα χάρη στη μεγάλη οθόνη.
Για πολλούς ο Γιάννης Πουλόπουλος είναι η φωνή του ελληνικού κινηματογράφου και όχι άδικα. Δεν είναι λίγες οι ταινίες που ενδιάμεσα της δράσης, ένας τροβαδούρος με μελαγχολικά μάτια έπιανε την κιθάρα του και τραγουδούσε σε κάποιο κουτούκι της Πλάκας, για όλα αυτά για τα οποία οι πρωταγωνιστές δεν μπορούσαν να αρθρώσουν με τον καθημερινό τους λόγο.
Ήταν ένας καλλιτέχνης προικισμένος με μια φωνή που «σημάδευε» τα τραγούδια, προικισμένη με βαθιά συναισθηματικά ηχοχρώματα, που έμπαινε στο στούντιο και τα έλεγε με την μία. Πρόκειται για μία φωνή που απογείωσε τα τραγούδια του Μίμη Πλέσσα και του Λευτέρη Παπαδόπουλου στον περίφημο «Δρόμο», τον εμπορικότερο δίσκο όλων των εποχών, με πωλήσεις που έχουν ξεπεράσει το 1.500.000 αντίτυπα, αν και δημοσιεύματα λένε ότι ο αριθμός είναι διπλάσιος.
Ο Γιάννης Πουλόπουλος έζησε μια ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, δίνοντας σπάνια συνεντεύξεις. Μετά από μια μεγάλη πορεία στην δισκογραφία, απογοητευμένος από την εξέλιξη των πραγμάτων στη μουσική βιομηχανία, αλλά και γεμάτος από μια σπουδαία καριέρα αποφάσισε να αποσυρθεί και να αφοσιωθεί στην οικογένειά του.
Η ζωή και τα πρώτα βήματα στο τραγούδι
Ο Γιάννης Πουλόπουλος γεννήθηκε στις 29 Ιουνίου του 1941 στην Καρδαμύλη Μεσσηνίας, στην περιοχή της Μάνης. Οι γονείς του, μεσσηνιακής καταγωγής, κατοικούσαν στην Αθήνα, στην περιοχή του Μεταξουργείου και ύστερα μετακόμισαν στο Περιστέρι και συγκεκριμένα στην περιοχή της Αγίας Τριάδας. Σε ηλικία 5 ετών μένει ορφανός από μητέρα και μεγαλώνει με τον πατέρα του Γιώργο και τον μικρό αδερφό του Βασίλη.
Ο Γιάννης Πουλόπουλος από μικρός είχε κλίση στο τραγούδι. Παρακινημένος από τους φίλους του, που τον άκουγαν να τραγουδάει, αλλά και έχοντας ο ίδιος μεγάλη πίστη στις φωνητικές του ικανότητες, πήγαινε στην εταιρεία Columbia το 1962 κάνοντας προσπάθειες για να πει κάποια τραγούδια που γίνονταν τότε ακροάσεις, ζητώντας να τον ακούσουν, αλλά κανείς δεν του έκλεισε κάποιο ραντεβού.
Ο Γιάννης Πουλόπουλος συνέχιζε να ζητάει ακρόαση σχεδόν καθημερινά, παρ’ όλα τα μεροκάματα που έχανε αφού δούλευε τότε σαν ελαιοχρωματιστής και οικοδόμος, ενώ παράλληλα έπαιζε ποδόσφαιρο στον Άγιο Ιερόθεο και στον Ατρόμητο. Την ίδια χρονική περίοδο φοιτούσε στη νυχτερινή σχολή ΝΤΗΖΕΛ, με ειδικότητα ηλεκτρολόγου.
Μίκης Θεοδωράκης: «Αυτόν εγώ θα τον κάνω τραγουδιστή»
Έτσι μπαίνει στο στούντιο για να ηχογραφήσει το πρώτο του τραγούδι, σε μουσική και στίχους του Μπάμπη Δαλιάνη, με τον τίτλο «Κορμί μου πονεμένο». Στην πίσω πλευρά του δίσκου 45 στροφών θα έμπαινε το τραγούδι «Στο άδειο προσκεφάλι», που όμως τελικά το πήρε επί πληρωμή ο Στέλιος Καζαντζίδης από τον συνθέτη. Εκείνη την περίοδο η Columbia, έχοντας στο δυναμικό της μεγάλο αριθμό άγνωστων και ανερχόμενων τραγουδιστών, αποφασίζει να κάνει εκκαθάριση και να κάνει νέες ακροάσεις, από τις οποίες θα κρατούσε 50 άτομα.
Την επιτροπή ακροάσεων αποτελούσαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Τότε ο Γιάννης Πουλόπουλος διάλεξε να πει δύο δύσκολα τραγούδια: το «Μάνα μου και Παναγιά» και το «Παράπονο». Μόλις τελείωσε, τον πλησίασε ο Μίκης Θεοδωράκης λέγοντας: «Αυτόν εγώ θα τον κάνω τραγουδιστή», και τελικά ήταν ο μόνος που πέρασε από αυτή την ακρόαση. Στη συνέχεια ο μεγάλος συνθέτης του δίνει να τραγουδήσει τραγούδια του.
Τα χρυσά χρόνια της δισκογραφίας που περιείχαν τις μεγάλες επιτυχίες
Μετά την ανεπανάληπτη επιτυχία του Δρόμου, ο Πουλόπουλος, μέσα από τα τραγούδια και τις κινηματογραφικές του εμφανίσεις, γίνεται το μεγαλύτερο όνομα του ελληνικού τραγουδιού, ο “χρυσός ερμηνευτής”, χαρακτηρισμό που αποδεικνύει και μια δημοσκόπηση του 1970 σε περιοδικό της εποχής, σχετική με τη δημοσιότητα και απήχηση των τραγουδιστών, στην οποία κατατάχθηκε πρώτος ανάμεσα σε πολλά άλλα μεγάλα ονόματα.
Ενώ άλλες δισκογραφικές εταιρείες προσπαθούν να τον προσελκύσουν, ο Αλέκος Πατσιφάς βρίσκει τρόπο να τον κρατήσει στη Λύρα. Ξέροντας την επιθυμία του τραγουδιστή να βρίσκεται συνέχεια στο στούντιο, τον βάζει να ηχογραφεί διαρκώς τραγούδια. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο 1969–71 ο Γιάννης Πουλόπουλος τραγουδά σε δέκα μεγάλους δίσκους 33 στροφών και σε αρκετούς μικρούς 45 στροφών.
Οι μεγάλες συνεργασίες και οι μεγάλες επιτυχίες
Όταν, σε συνέντευξή του το 1987, ρωτήθηκε αν έχει κάνει λάθη στην καριέρα του, θα αναφέρει την έκδοση των δέκα δίσκων που κυκλοφόρησαν μέσα σε δύο χρόνια, υπογραμμίζοντας όμως ότι περιέχουν μερικά από τα “κλασσικά” (όπως τα χαρακτήρισε) τραγούδια του. Στους δέκα αυτούς δίσκους υπάρχουν εξαίσια δείγματα της φωνής του και υπέροχες ερμηνείες τραγουδιών βασισμένων σε στίχους ποιημάτων του Λόρκα και του Νερούδα (Εμιλιάνο Ζαπάτα), του Γιάννη Γλέζου, στην Ερωφίλη του Νίκου Μαμαγκάκη, στη “Γύφτισσα μέρα” του Γιώργου Κοντογιώργου και στη “Μαρία” του Νίκου Σκέμπρη (Λαβράνου).
Στη διάρκεια της καριέρας του συνεργάστηκε με τους Μίκη Θεοδωράκη, Μάνο Λοϊζο, τον Σταύρο Ξαρχάκο. Τραγούδησε τραγούδια τους σε θεατρικές παραστάσεις και όχι μόνο. Με τη φωνή του ερμήνευσε από ρεμπέτικα μέχρι Νέο Κύμα αποδεικνύοντας ότι ήταν ένας τραγουδιστής με μεγάλο εύρος που μπορούσε να πει εξαιρετικά διάφορα είδη μουσικής.
Ο Γιάννης Πουλόπουλος φεύγει αφήνοντας μας γλυκές αναμνήσεις
Το σίγουρο είναι ότι η καλλιτεχνική πορεία του Γιάννη Πουλόπουλου είναι ζηλευτή καθώς συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους συνθέτες της ελληνικής μουσικής και ερμήνευσε επιτυχίες που ακούγονται μέχρι σήμερα. Το πέρασμά του από τον ελληνικό κινηματογράφο μπορεί να μην ήταν το σημαντικότερο επίτευγμα της καριέρας του αλλά έχει χαραχτεί στη μνήμη όλων μας.
Φεύγοντας ο ίδιος παίρνει μαζί του ακόμα ένα κομμάτι μιας εποχής που έχει οριστικά τελειώσει, ακόμα κι αν μοιάζει οικία χάρη στη δημοφιλία του ελληνικού σινεμά των δεκαετιών του ΄60 και του ΄70. Κι αν τραγούδια όπως το «Γύφτισσα Μέρα» και το «Πάμε για ύπνο Κατερίνα», που θεωρήθηκε αντιστασιακό, θα μείνουν για πάντα στο πανόραμα της ελληνικής μουσικής, η εικόνα του μελαγχολικού τροβαδούρου, μέσα από τα κοντινά του Γιάννη Δαλιανίδη, που τραγουδάει σε ένα κουτούκι με μια κιθάρα θα είναι η εικόνα που θα μας έρχεται στο μυαλό κάθε φορά που ακούμε ένα τραγούδι του.