Κούρεμα άνω του 70% στα χρέη προς τις τράπεζες και συνολικό τίμημα που θα ξεπεράσει τα 15 εκατ. ευρώ προβλέπει το τελικό deal για την εξαγορά της Μαλαματίνας που αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός των επόμενων ημερών.
Υπενθυμίζεται ότι προσφορές για τη Μαλαματίνα έχουν καταθέσει η Mantis Group, που δραστηριοποιείται στη διανομή αναψυκτικών, οινοπνευματωδών ποτών και καταναλωτικών προϊόντων, η OSC – Στεφάνου, που εμφιαλώνει το γνωστό μπράντι «Metaxa», η Symposium Cellars – Μπαρλαγιάννης & Ντέιβιντ Γουέτινγκ, που παράγει και εμφιαλώνει κρασιά κυρίως για την αγορά των ΗΠΑ, και η Cavino, που παράγει και εμφιαλώνει κρασιά και ούζο. Πληροφορίες αναφέρουν ότι φαβορί είναι η Mantis Group, αλλά μέχρι την επίσημη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο ανατροπής των δεδομένων που υπήρχαν μέχρι αργά χθες το βράδυ.
Η συμφωνία προβλέπει -μεταξύ άλλων- την εξόφληση σε βάθος επτά ετών τραπεζικού χρέους ύψους περίπου 8-9 εκατ. ευρώ από τα συνολικά 35 εκατ. ευρώ, αλλά και άμεση χρηματοδότηση της εταιρείας με κεφάλαια ύψους 2,5 εκατ. ευρώ για να μη χαθεί η φετινή παραγωγή του τρύγου, κάτι που, αν συμβεί, μπορεί να αποδειχθεί καίριο πλήγμα για τη λειτουργία της ιστορικής οινοποιίας της Θεσσαλονίκης.
Η ιστορία της Μαλαματίνας
Παρά τα σοβαρά της προβλήματα η Μαλαματίνα συνεχίζει να διατηρεί μερίδιο γύρω στο 41% στην εγχώρια αγορά της ρετσίνας ενώ μέχρι το 2018 περίπου 50 εκατ. φιάλες καταναλώνονταν στην εγχώρια και διεθνή αγορά. Η ιστορία της εταιρείας αρχίζει στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στην Τένεδο. Το εύπορο τμήμα της τοπικής κοινωνίας καλλιεργεί και παράγει εξαιρετικά σταφύλια Τσαούσια, γνωστά για την ποιότητα και το άρωμά τους. Ο Ευστράτιος Μαλαματίνας καλλιεργεί τσαούσια στα οικογενειακά αμπέλια και παράγει ένα λευκό κρασί που γίνεται αγαπημένο στην τοπική κοινωνία.
Το 1895 ο γιος του, Κωνσταντίνος Μαλαματίνας ενισχύει την παραγωγή του οικογενειακού λευκού κρασιού και επεκτείνει την αγορά. Με το καράβι του, τη «Μερσίνη», στέλνει φορτία στα κυριότερα λιμάνια της Βόρειας Ελλάδας. Την ίδια χρονιά ιδρύεται στην Αλεξανδρούπολη το πρώτο οινοποιείο της οικογένειας με το όνομα «Η Τένεδος». Το 1922, με τη Μικρασιατική Καταστροφή, η οικογένεια χάνει όλη της την περιουσία στην Τένεδο. Λόγω των συνθηκών ο Κωνσταντίνος Μαλαματίνας αναγκάζεται να αναζητήσει πλέον σταφύλια τοπικής παραγωγής ενώ μέχρι τότε χρησιμοποιούσε τα σταφύλια από τα οικογενειακά αμπέλια . «Ήταν την περίοδο που ο Κωνσταντίνος παίρνει την απόφαση να παράγει το «κρασί της Ελλάδος», ήτοι κρασί ρετσινάτο. Και όσους δεν ξέρουν το όνομα του στην περιοχή, είναι “αυτός που μας έφερε τη ρετσίνα”» αναφέρεται στην ιστορία της εταιρείας.
Δώδεκα χρόνια μετά, ο Κωνσταντίνος Μαλαματίνας ταξιδεύει πια σε όλα τα αμπελοχώραφα της Ελλάδας. Στην Αυλίδα ιδρύει νέα οινοποιητική μονάδα και αξιοποιεί την τοπική παραγωγή σταφυλιών ποικιλίας «Σαββατιανό».Η επιχείρηση στη συνέχεια περνά στα χέρια της τρίτης γενιάς και συγκεκριμένα στον Βαγγέλη Μαλαματίνα, που έχει σπουδάσει χημικός οινολόγος. Ο ίδιος θέλει να βελτιώσει και να σταθεροποιήσει την ποιότητα και το άρωμα της ρετσίνας και βάζει στόχο η Μαλαματίνα «να ταξιδέψει αλώβητη μέχρι το πιο απόμακρο καφενείο».
Το 1957 εμφιαλώνεται για πρώτη φορά η ρετσίνα στο μπουκάλι τύπου «φούσκα» ενώ ο Ευάγγελος Μαλαματίνας τριάντα χρόνια αργότερα λαμβάνει, τιμητικό δίπλωμα από την Ένωση Ελλήνων Χημικών «για την καρποφόρα προσφορά στον κλάδο οινολογίας». Την περίοδο εκείνη καθιερώνεται και to σήμα κατατεθέν της εταιρείας, με το ανθρωπάκι και το κλειδί. Η παράδοση λέει ότι ο ηθοποιός Νίκος Σταυρίδης, φίλος του Ευάγγελου Μαλαματίνα, πρότεινε αυτό το λογότυπο γιατί η «Η Μαλαματίνα είναι το κλειδί στο στομάχι μου!». Το 1980, η Μαλαματίνα έχει ήδη επεκταθεί με οινοποιεία στον Φάρο και στη Ριτσώνα Αυλίδας. Δημιουργείται αυτοματοποιημένο οινοποιείο στην Ασωπία Βοιωτίας με 4 πνευματικά πιεστήρια, ικανά να δεχθούν 700 τόνους σταφύλια την ημέρα. Εκσυγχρονίζεται και αυξάνεται η δυναμικότητα του εμφιαλωτηρίου στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης και ενδυναμώνεται το δίκτυο πωλήσεων και εξαγωγών. Μέχρι το 2018 περίπου 50 εκατομμύρια φιάλες «Μαλαματίνα» καταναλώνονταν στην Ελλάδα και άλλες 37 χώρες.