Ήταν Δεκέμβριος του 1934, όταν η πρωτεύουσα του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους μεταφέρθηκε από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Η μετακόμιση αυτή όμως κάθε άλλο παρά εύκολη δεν ήταν. Τα υπουργεία με τις ηγεσίες τους, οι υπάλληλοι, η Ιερά Σύνοδος, οι διπλωματικές Αρχές, το Λογιστήριο του κράτους καθώς και το Δημόσιο Ταμείο καλούντα να αλλάξουν έδρα. Το σημαντικό ζήτημα που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν οι αρμόδιοι ήταν η εξεύρεση στέγης.
Τα πολεοδομικά σχέδια και οι αναφορές στην Αθήνα, από τα χρόνια του Ιωάννη Καποδίστρια ακόμη, προκαλούσαν δημόσιες συζητήσεις και θετικά ή αρνητικά σχόλια.
Οι πιο οργανωμένοι, κυρίως πλούσιοι ομογενείς και ξένοι κεφαλαιούχοι, είχαν φροντίσει για τις επενδύσεις τους, ενώ στην πόλη διαμορφώνονταν νέες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Έτσι, διορίστηκε μια επιτροπή, η οποία καλούνταν σε συνεργασία με τη Δημογεροντία των Αθηνών να καταγράψει τις υφιστάμενες δυνατότητες (αριθμός και ποιότητα κτιρίων). Επίσης, έπρεπε να υπολογίσει τις ανάγκες για κάθε κλάδο της διοίκησης (υπουργεία, διπλωματικό σώμα κτλ).
Η βαυαρική αντιβασιλεία ήθελε να εγκατασταθεί “μετ’ αυλής οχημάτων και πιάνων εντός σωρού ερειπίων, εντός 162 περίπου οικιών, περιβαλλομένων υπό χωμάτων και λίθων” όπως έχει γράψει ο Χρήστος Αγγελομάτης. Στην αρχή ζητήθηκαν από τους Αθηναίους 100 οικίες, σύντομα ο αριθμός αυξήθηκε σε 200 για να φτάσει σταδιακά σε 255 και στο τέλος 280. Η επιτροπή, αφού κατέγραψε όλα τα ελεύθερα κτίσματα, συνέταξε κατάλογο και τον έστειλε στην κυβέρνηση στο Ναύπλιο, για τα περαιτέρω.
Τα καταλύματα έπρεπε να παραχωρηθούν εκουσίως από τους ιδιοκτήτες, όπως είχε άλλωστε δεσμευτεί η Δημογεροντία. Με αυτό όμως φαίνεται πως αρκετοί δυστρόπησαν, με αποτέλεσμα να διωχθούν βιαίως προκειμένου να χρησιμοποιηθούν τα σπίτια τους για τις ανάγκες της διοίκησης και των ανθρώπων της. Οι πιέσεις που ασκούνταν ήταν αφόρητες. Η Επιτροπή προειδοποιούσε να μην έλθει κανείς στην Αθήνα, εκτός των υπαλλήλων, διότι δεν είχε δικαίωμα να ζητήσει κατοικία.
Όπως ήταν φυσικό, το γεγονός αυτό προκαλούσε αντιδράσεις και διαμαρτυρίες. Οι υπάλληλοι που στο Ναύπλιο βολεύονταν ακόμη και σε μικρές κρεβατοκάμαρες, ερχόμενοι στην Αθήνα ζητούσαν κατοικίες με δύο και τρία δωμάτια. Από την άλλη, οι γηγενείς ιδιοκτήτες ζητούσαν την όσο το δυνατόν υψηλότερη εκτίμηση των ακινήτων τους προκειμένου να έχουν υψηλότερο οικονομικό όφελος.
Την κατάσταση μάλιστα, σχολίαζε και ο Τύπος της εποχής, γράφοντας χαρακτηριστικά πως “παρά τη γλυκύτητα του αττικού κλίματος ο καιρός ήταν ψυχρός και βροχερός και δεν ήταν ευχάριστο να κοιμάται ο κόσμος στην ύπαιθρο”. Οικογένειες σκορπίστηκαν στα γύρω χωριά, ενώ στην Αθήνα έφτασαν οικονομικοί παράγοντες, έμποροι, βιοτέχνες και τεχνίτες, οι οποίοι αναγκάζονταν να μένουν στην ύπαιθρο.
Σαν να μην έφταναν αυτά, μαζί με τους υπάλληλους που έφταναν στην Αθήνα ενέσκηψε και μια επιδημία, λόγω της ακαθαρσίας και του πενόμενου πληθυσμού, ο οποίος συσσωρευόταν στην πόλη.
Την εικόνα συμπληρώνουν τα κρούσματα αισχροκέρδεις και άγριας εκμετάλλευσης στην ενοικίαση των κτιρίων. Εξάλλου, τα πρώτα σπίτια χτίζονται για καθαρά κερδοσκοπικούς λόγους και είναι κακές κατασκευές, των οποίων η οικοδόμηση κρατούσε συνήθως τέσσερις εβδομάδες και αμέσως ενοικιάζονταν με υψηλά ενοίκια. Τα σπίτια των οποίων δεν είχε ολοκληρωθεί η ανέγερση ή η αποτατάστασή τους δεν καταγράφονταν από την επιτροπή και αυτά φρόντιζαν να νοικιάσουν οι νέοι κάτοικοι της πόλης, προπληρώνοντας μάλιστα ενοίκια για να ολοκληρωθεί η κατασκευή τους. Όταν άρχισε η αυξημένη ζήτηση, πολλοί από τους ιδιοκτήτες έδιωχναν εκείνους που είχαν πληρώσει ενοίκια για να εκμεταλλευτούν καλύτερα τα ακίνητά τους ή να τα ενοικιάσουν στην κυβέρνηση.