Αν ένα πράγμα μπορεί να πιστώσει κανείς στον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι σίγουρα η ικανότητα της προπαγάνδας. Το επικοινωνιακό του επιτελείο ξέρει και χειρίζεται τις ¨μονταζιέρες” fake news καλύτερα από τον καθένα και αυτό είναι ίσως το μοναδικό όπλο που έχει αυτή τη στιγμή ο σουλτάνος. Και φυσικά την απρόβλεπτη διάθεσή του η οποία μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα και στην ανατολική Μεσόγειο.
Η πραγματικότητα αυτή τη στιγμή για τον Τούρκο πρόεδρο είναι τόσο σκληρή, που το μόνο που κάνει είναι να δημιουργεί προβλήματα στην ανατολική Μεσόγειο προσπαθώντας να πείσει τον τουρκικό λαό ότι νοιάζεται για το καλό του. Φυσικά η τουρκική οικονομία που δείχνει και την πορεία της χώρας έχει πάρει έναν απίστευτο κατήφορο τον οποίο ο Ερντογάν δεν μπορεί να σταματήσει με τίποτα.
Και μπορεί η Ελλάδα αυτή τη στιγμή να φαντάζει στα μάτια του Ερντογάν ως ο μοναδικός μεγάλος εχθρός αλλά η πραγματικότητα είναι ότι ο μόνος εχθρός που μπορεί ανά πάσα ώρα να τον διαλύσει είναι η ίδια του η οικονομία. Αυτός είναι και ο μεγάλος εσωτερικό εχθρός που τρέμει ο σουλτάνος Ερντογάν, ο οποίος προσπαθεί να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη, ρίχνοντάς της το Oruc Reis και τις βόλτες στο Αιγαίο.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δεν είναι καθόλου παράξενο που η Τουρκία αναζητά εξωτερικούς εχθρούς και ότι επί Ερντογάν ανεβάζει μονίμως τους τόνους της αντιπαράθεσης με τους γείτονές της, μεταξύ αυτών φυσικά και η Ελλάδα. Με αυτόν τον τρόπο ο «νεοσουλτάνος» από την μία νιώθει ότι εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα και από την άλλη ταΐζει με εθνικιστική προπαγάνδα τον λαό του για ίδιον όφελος. Για να στρέψει την κοινή γνώμη και το ενδιαφέρον μακριά από τον πραγματικό κίνδυνο που απειλεί το οικοδόμημά του. Την οικονομία.
Χαρακτηριστικό είναι ότι το ΑΕΠ της Τουρκίας από τα 852 δισ., του 2017 έπεσε στα 716 το 2020. Ένα δολάριο ΗΠΑ ισούται με 7,33 λίρες Τουρκίας ενώ η τουρκική λίρα έχει χάσει το 22% της αξίας της σε 8 μήνες. Παρ’ όλα αυτά μόλις χθες, Τετάρτη (12/8), ο Τούρκος υπουργός Οικονομικών, ο Μπεράτ Ακμπαιράκ -είναι γαμπρός του προέδρου Ερντογάν- δήλωσε ότι αναμένει η τουρκική οικονομία θα κινηθεί ανάμεσα στα -2% και το 1%.
Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία η τουρκική οικονομία, βρίσκεται εν μέσω συμπληγάδων καθώς η γεωπολιτική αστάθεια που προκαλεί στην ευρύτερη περιοχή ο Ερντογάν, σε συνδυασμό με την εξάρτηση της χώρας από ξένα κεφάλαια, οδηγούν την Τουρκία στο κατώφλι του ΔΝΤ. Η τουρκική λίρα δέχεται αλλεπάλληλες υποτιμήσεις έναντι του δολαρίου, ενώ ο οίκος MOODYS εκτιμά ότι η ύφεση φέτος θα αγγίξει το 5%.
«Θεωρώ ότι έχουμε έναν εκρηκτικό μείγμα που οπωσδήποτε θα επηρεάσει την οικονομία σημαντικά» είπε στο Open Tv, o οικονομολόγος, Βασίλης Καραγιάννης, με τον καθηγητή νομισματικής πολιτικής, Νίκο Απέργη, να συμπληρώνει: «Η Τουρκία έχει συναλλαγματική κρίση και κρίση του ισοζυγίου πληρωμών της. Γεγονός που θα επιβαρύνει τις υφεσιακές δυσκολίες της. Έτσι πολλά επενδυτικά σχέδια δεν υλοποιούνται».
Οι οικονομολόγοι συμφωνούν σε ένα πράγμα. Η Τουρκία βιώνει μια κρίση χρέους που αργά ή γρήγορα θα αποδειχτεί μια φούσκα που θα σκάσει, ανεξάρτητα από τις συνεχιζόμενες απόπειρες του Ερντογάν να το «μακιγιάρει» και να το «μασκαρέψει» με τέτοιο τρόπο ώστε να μην γίνει αντιληπτή η ακριβής έκτασή του.
Κάτι παραπάνω από μία δεκαετία τώρα, περίπου το 2008, οι τουρκικές τράπεζες απέκτησαν πρόσβαση στο φτηνό αμερικανικό δολάριο, καθώς η Federal Reserve στις ΗΠΑ επέλεξε τον δρόμο των χαμηλών επιτοκίων σε μια απόπειρα να δώσει ώθηση στην χτυπημένη από την κρίση οικονομία της χώρας.
Οι Τούρκοι εκμεταλλεύτηκαν αυτήν την ευκαιρία και στη συνέχεια διοχέτευσαν αυτά τα κεφάλαια στο εσωτερικό της χώρας μέσω δανεισμού σε νοικοκυριά, αλλά κυρίως σε επιχειρήσεις οι οποίες ξαφνικά μετατράπηκαν σε υπολογίσιμα μεγέθη στην παγκόσμια αγορά. Φίρμες όπως η Dogus ή οι Turkish Airlines αναδύθηκαν στην επιφάνεια και φάνταζαν γίγαντες, έχοντας εξασφαλίσει πρόσβαση σε ρευστό. Όμως την ίδια ώρα έμπαιναν σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι με απρόβλεπτη εξέλιξη.
Σύμφωνα και με το Euronews, από τις 12 Αυγούστου τίθεται σε ισχύ η απόφαση της Τουρκικής Κεντρικής Τράπεζας να μηδενίσει τα όρια ρευστότητας που προσφέρονται στους πρωτογενείς εμπόρους στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της ανοικτής αγοράς.Η ενίσχυση των συνθηκών ρευστότητας θα μειώσει την προσφορά φθηνής χρηματοδότησης.