Η Σουζντέλ Μουσλίμ είναι μόλις 9 χρονών αλλά έχει πολλά να διηγηθεί. Και απ’ ότι φαίνεται τα διηγείται ωραία μιας και είναι η νικήτρια του διαγωνισμού παραμυθιού που έγινε για πρώτη φορά από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Καβάλας για Ελλάδα και Κύπρο. Η μικρή «λογοτέχνης» ήρθε από τη Συρία όταν ήταν τεσσάρων ετών με την οικογένειά της, φτάνοντας με μία βάρκα στη Μυτιλήνη. Ευτυχώς τα κατάφερε να φτάσει σώα και από τότε μεγαλώνει εδώ, πηγαίνει στο σχολείο, έχει μάθει ελληνικά και διακρίθηκε σε διαγωνισμό παραμυθιού, κάτι που την κάνει να «πετάει από τη χαρά της».
Η ιστορία της Σουζντέλ από το Αφρίν
Η 9χρονη Σουζντέλ Μουσλίμ από την πόλη Αφρίν κάθε τι καινούργιο που ανακαλύπτει το ζει ως μια ξεχωριστή εμπειρία. Μιλάει πολύ καλά ελληνικά και προσπαθεί, μέσα από τη νέα της γλώσσα, να μεταφέρει και να αφηγηθεί εμπειρίες, εικόνες, γνώσεις.
Μαζί με την 4χρονη αδελφή της Ναζλί και τους γονείς της, τους τελευταίους μήνες ζουν στην ανοιχτή δομή φιλοξενίας προσφύγων στην Καβάλα, μέσω του προγράμματος «Supporting the Greek Authorities in Managing the National Reception System for Asylum Seekers and Vulnerable Migrants», του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης, που υλοποιείται με την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Συμμετείχε στον διαγωνισμό γράφοντας ένα μικρό παραμύθι, με τίτλο «Η αρρώστια», που μπορεί να μην πληρούσε τους όρους του διαγωνισμού, ωστόσο τα μέλη της κριτικής επιτροπής, το ξεχώρισαν για τα μηνύματα που ήθελε να περάσει μέσα από τους πρωταγωνιστές, που ήταν τα μέλη μιας οικογένειας και οι σχέσεις των παιδιών με τους γονείς τους.
Τα στελέχη του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης (ΔΟΜ) είχαν ενημερωθεί για το διαγωνισμό και είναι αυτά που προέτρεψαν τα άλλα παιδιά της δομής να γράψουν ένα παραμύθι με φαντασία. Χάρη στην υποστήριξη που είχαν τα παιδιά μέσα στην ανοιχτή δομή φιλοξενίας, κατάφεραν να δημιουργήσουν κάτι πραγματικά όμορφο.
Μάλιστα, άλλα δυο αδέλφια είχαν συμμετάσχει και διακριθεί στο διαγωνισμό αλλά πλέον έχουν φύγει με την οικογένειά τους από τη δομή. Τα στελέχη του ΔΟΜ μετέφρασαν τα παραμύθια των παιδιών στα ελληνικά και φρόντισαν για την ηλεκτρονική αποστολή τους στη Δημοτική Βιβλιοθήκη.
Μέσα στην καραντίνα η ιδέα για έναν διαγωνισμό παραμυθιού
Ο διαγωνισμός συγγραφής πρωτότυπου παραμυθιού «γεννήθηκε» εν μέσω πανδημίας, στις αρχές Απριλίου, από μια πρωτοβουλία που πήραν η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας «Βασίλης Βασιλικός» και η καθόλα δραστήρια ομάδα μελέτης, διατήρησης και διάδοσης του λαϊκού παραθυριού και παιχνιδιού «Οι Παραµυθάδες». Στόχος αυτής της σύμπραξης και της συνένωσης δυνάμεων ήταν η δημιουργική ενασχόληση μικρών και μεγάλων, με αφορμή τον «εγκλεισμό» τους στα σπίτια. Το θέμα του διαγωνισµού της συγγραφής παραμυθιού ήταν: «Τα παιδιά σώζουν τον πλανήτη Γη».
Το γεγονός ότι περισσότεροι από 100 άνθρωποι από όλη την Ελλάδα και την Κύπρο «αγκάλιασαν» το εγχείρημά αυτό, στην πρώτη του προσπάθεια, γέμισε τους διοργανωτές με αισιοδοξία και ελπίδα για τη συνέχισή του.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ συνάντησε την πριν από λίγες μέρες στη φιλόξενη παιδική γωνιά της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Καβάλας τη Μουσλίμ μαζί με την μητέρα της Ναϊρούζ και τη μικρότερη αδελφή της. Την οικογένεια Μουσλίμ συνόδευαν δυο μέλη του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης. Η μητέρα δεν μιλάει καθόλου ελληνικά.
Η Σουζντέλ στα 9 της χρόνια μιλάει αραβικά, ελληνικά, αγγλικά και κουρδικά
Ήταν τεσσάρων ετών όταν οι γονείς της πέρασαν πρόσφυγες με μια βάρκα από την Τουρκία στην Ελλάδα. Κι εκείνο το φοβισμένο, μικρό κοριτσάκι μεγάλωσε και γνώρισε την Ελλάδα ως πατρίδα της. Πήγε σε ελληνικό σχολείο, γνώρισε Έλληνες φίλους και συμμαθητές και σήμερα μιλάει τέσσερις γλώσσες: αραβικά, ελληνικά, αγγλικά και κουρδικά. Φέτος θα πάει στην πέμπτη τάξη του δημοτικού.
Και οι τρεις φορούν μάσκες καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης. Στην ερώτηση αν φοβάται για τον κορονοϊό, με ένα μικρό χαμογελαστό δισταγμό λέει «ναι, λίγο φοβάμαι». Της αρέσουν πολύ τα μαθηματικά και ομολογεί πως δε δυσκολεύτηκε καθόλου να μάθει ελληνικά που της αρέσουν πολύ γιατί έτσι επικοινωνεί με πολλούς φίλους που γνωρίζει. Στην Καβάλα ζει τους τελευταίους περίπου τέσσερις μήνες και αν κάτι της αρέσει περισσότερο απ’ όλα είναι η θάλασσα και πηγαίνει κάθε μέρα να κάνει μπάνιο.
Στην ερώτηση τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει, τι της αρέσει περισσότερο, γυρνάει αστραπιαία προς το μέρος της μητέρας της και απαντάει: «Η μαμά θέλει όταν μεγαλώσουμε να κάνουμε όμορφα πράγματα στη ζωή μας». Αμέσως μετά συμπληρώνει: «Όταν μεγαλώσω, θέλω να γίνω κυρία που να μιλάει γαλλικά και να τα μαθαίνει στα παιδιά»!
Πίσω από τα νούμερα κρύβονται οι πραγματικές ιστορίες ανθρώπων.
Η ιστορία της οικογένειας της Σουζντέλ δεν διαφέρει από τις ιστορίες των χιλιάδων προσφύγων που ένα κρύο βράδυ πέρασαν με μια πλαστική βάρκα από την Τουρκία στην Ελλάδα.
Στην πόλη Αφρίν, στα σύνορα με την Τουρκία, ο Μαρουάν και η Ναϊρούζ είχαν κομμωτήριο. Αποφάσισαν να φύγουν όταν ξεκίνησε ο πόλεμος για χάρη των παιδιών. «Ήταν όλα τρομαχτικά, βόμβες, καταστροφές, σφαγές, δε νιώθαμε ασφαλείς», θυμάται η Ναϊρούζ και συνεχίζει: «Ήταν μια πολύ δύσκολη απόφαση. Αν δεν υπήρχαν τα παιδιά, αν ήμασταν μόνο εγώ και ο άντρας μου, δεν θα φεύγαμε, θα μέναμε πίσω και θα ακολουθούσαμε τη μοίρα μας. Είχαμε όμως τέσσερα παιδιά και περίμενα το πέμπτο».
Από τη θάλασσα στη Μόρια και από κει σε άλλους καταυλισμούς
Ερχόμενοι στην Ελλάδα έζησαν για δυο μήνες στον προσφυγικό καταυλισμό της Μόριας, στη Μυτιλήνη. Όταν πέρασαν στην ηπειρωτική Ελλάδα έμειναν στον καταυλισμό της Βόλβης. Εκείνη την περίοδο και όσο τα σύνορα ήταν ανοιχτά έφυγαν από την Ελλάδα τα μεγαλύτερα παιδιά της οικογένειας. Η μια κόρη και ο γιος της πήγαν στην Αυστρία και η άλλη κόρη πήγε στη Γερμανία. Ζουν πέντε χρόνια εκεί και εργάζονται.
Βασικός στόχος για την ίδια είναι η επανένωση με τα άλλα παιδιά της, στην Αυστρία ή τη Γερμανία. Θέλει να πάνε εκεί να τα συναντήσουν, να μπορέσει η οικογένεια να επανασυνδεθεί. Ωστόσο, δεν διστάζει να πει ότι αν έβρισκε μια δουλειά και μπορούσε να βελτιωθεί η υγεία του συζύγου της θα ήθελε να μείνει και στην Ελλάδα.
Δώδεκα μέρες διήρκησε το ταξίδι της οικογένειας από την πόλη Αφρίν της Συρίας μέχρι την Ελλάδα και στο ερώτημα πότε φοβήθηκε περισσότερο σε αυτό το διάστημα, λέει χαρακτηριστικά: «Και οι δώδεκα αυτές μέρες ήταν γεμάτες από φόβο και ανασφάλεια αν θα φτάσουμε ζωντανοί στην Ελλάδα χωρίς να κινδυνέψει κανένα παιδί μας».
Τη ρωτάμε αν νιώθει καλά στην Ελλάδα, αν περνάει καλά εδώ που βρίσκεται. «Αν σέβεσαι τον εαυτό σου σε σέβονται και οι άλλοι. Τώρα πλέον νιώθουμε ασφαλείς, νιώθουμε πως είμαστε καλά», απαντά.