Για τη Συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ Ελλάδας–Αιγύπτου η Γερμανία κράτησε εκκωφαντική σιωπή η οποία αποπνέει τον αιφνιδιασμό που δέχθηκε και τη δυσφορία της για την εξέλιξη.
Αιφνιδιασμό γιατί άλλο είχε σχεδιάσει και άλλο της προέκυψε, δυσφορία γιατί η Συμφωνία η οποία προχώρησε ερήμην της την «έκαψε» ως διαμεσολαβητή έναντι της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Έναντι της Τουρκίας διότι, όπως την «κάρφωσαν» οι Τούρκοι, τους είχε υποσχεθεί ότι οι Έλληνες δεν θα κάνουν καμία ενέργεια, όχι μόνο σε επιχειρησιακό επίπεδο, όπως είχε κατανοηθεί από την ελληνική πλευρά, αλλά… γενικώς.
Δηλαδή το Βερολίνο είχε υποσχεθεί στην Άγκυρα ότι η Ελλάδα θα αναστείλει την εξωτερική της πολιτική συνολικά (!), για να πάει σε ελληνοτουρκικό διάλογο όπως τον εννοεί η Τουρκία, με όλες τις διεκδικήσεις της στο τραπέζι.
Για να γίνει ακόμα πιο κατανοητό, οι Γερμανοί είχαν υποσχεθεί στους Τούρκους διάλογο για τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και είχαν διαβεβαιώσει ότι μέχρι τότε η Αθήνα δεν θα κάνει καμία κίνηση, σε κανένα επίπεδο. Οι Τούρκοι «παρεξηγήθηκαν» γιατί οι Γερμανοί δεν τήρησαν την υπόσχεση και αντί για διάλογο a la tourka τους προέκυψε ΑΟΖ με την Αίγυπτο. Έναντι της Ελλάδας η Γερμανία «κάηκε» ως διαμεσολαβητής για όλους αυτούς τους λόγους. Επειδή πήγε να «στήσει» την ελληνική πλευρά παρασύροντάς την σε διάλογο παγίδα με την Τουρκία.
Βέβαια, δε χρειαζόταν να αποκαλυφθεί όλο αυτό το παρασκήνιο (το οποίο εδώ που τα λέμε ήταν εμφανές) για να καταστεί αναξιόπιστη η Γερμανία. Το γεγονός και μόνο ότι ενώ είναι προεδρεύουσα της ΕΕ υιοθετεί ίσες αποστάσεις μεταξύ από τη μια δύο κρατών -μελών που υφίστανται παραβίαση των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων και από την άλλη ενός τρίτου που είναι ο επιτιθέμενος με την πλήρη έννοια του όρου , την καθιστά ακατάλληλη ως μεσολαβητή. Διότι ο ρόλος της δεν είναι καν αυτός του μεσολαβητή, ευθύνη της ως προεδρεύουσας της ΕΕ είναι να προασπίσει τα δικαιώματα και νόμιμα συμφέροντα των κρατών – μελών και εντέλει της Ευρώπης και όχι να κάνει service σε αυτόν που τα παραβιάζει.
Εξάλλου βρίσκεται σε απόκλιση και από τη δηλωμένη και θεσμικά διατυπωμένη στρατηγική της ΕΕ για τη διαφοροποίηση των ενεργειακών πηγών της και των οδεύσεων για τη μεταφορά των υδρογονανθράκων, ώστε να μειώνεται η ευρωπαϊκή ενεργειακή εξάρτηση από έναν και μόνο προμηθευτή (βλέπε Ρωσία). Η Συμφωνία Ελλάδας–Αιγύπτου εξυπηρετεί απολύτως την ευρωπαϊκή ενεργειακή στρατηγική.
Ο λόγος για τη γερμανική στάση είναι ότι το Βερολίνο δεν έχει καμία πρεμούρα για το κοινό ευρωπαϊκό συμφέρον, ούτε για το Διεθνές Δίκαιο, ούτε για το μέλλον της ΕΕ ως τέτοιας παρά μόνο στον βαθμό που είναι χρήσιμη ως γερμανικός οικονομικός και γεωπολιτικός lebensraum.
Με την Τουρκία, δε, έχει διαχρονικά προνομιακές εμπορικές σχέσεις και γεωπολιτική συμπόρευση.
Είναι ενδεικτικό ότι παρότι το Βερολίνο εκτέθηκε μετά τα όσα αποκαλύφθηκαν ο εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών Κρίστοφερ Μπούργκερ προέβη σε μια χλιαρή δήλωση, εκφράζοντας την ανησυχία του Βερολίνου για την κλιμάκωση, χωρίς να καταδικάζει ευθέως τη νέα επιθετική κίνηση της Τουρκίας να εισβάλει στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, αρκούμενος να πει ότι τέτοιες κινήσεις «αυτή την χρονική στιγμή είναι σίγουρα το λάθος» και «δεν μας φέρνουν ούτε βήμα προς μία λύση»…
Ο δε κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Ζάιμπερτ δήλωσε ότι «το σημαντικό και το επειγόντως απαραίτητο είναι οι εμπλεκόμενοι, η Ελλάδα και η Τουρκία, να επιδιώξουν την απευθείας συνομιλία μεταξύ τους, να συζητήσουν μεταξύ τους απευθείας – και ελπίζουμε και να λύσουν – τα διαφιλονικούμενα ζητήματα Δικαίου της Θάλασσας»… Έτσι η τουρκική παραβίαση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και της κυπριακής ΑΟΖ έγιναν κατά το Βερολίνο «διαφιλονικούμενα ζητήματα».
Κατόπιν τούτων η Γερμανία θα μπορούσε να διεκδικήσει τον χαρακτηρισμό που ιστορικά έχει αποδοθεί στην Τουρκία, αυτόν του «επιτήδειου ουδέτερου», αλλά επειδή τελικά δεν διακρίνεται για την επιτηδειότητά της αλλά μάλλον για το χοντροκομμένο των παρεμβάσεων της καθότι δεν τηρεί ούτε τα προσχήματα , ο τίτλος μπορεί να προσαρμοστεί ως ο «άγαρμπος ουδέτερος».