«Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός δεν μπορεί πια να δώσει απαντήσεις στις σημερινές συνθήκες της πολυδιάστατης κρίσης», οι κοινωνικές ανισότητες έχουν διευρυνθεί όσο ποτέ άλλοτε, όπως αναφέρει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, σε συνέντευξή του στο «iEidiseis.gr», διατυπώνοτας έτσι την εκτίμηση ότι τα πράγματα στον κόσμο θα οδηγηθούν προς πιο ριζοσπαστικές πολιτικές, αριστερά.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ σημειώνει (στο β’ σκέλος της συνέντευξής του που δημοσιεύεται σήμερα), ότι «αυτό που έχουμε ανάγκη είναι μια νέα Αριστερά, που να μπορεί να δώσει ριζοσπαστικές και ταυτόχρονα ρεαλιστικές απαντήσεις υπέρβασης της κρίσης» και πως «η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία οφείλει να επανιδρυθεί αν θέλει να ξαναπαίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις». Τονίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε το πρώτο κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ευρώπη που διατύπωσε ως στόχο την κυβέρνηση της Αριστεράς και ταυτόχρονα επιχείρησε στα σοβαρά να διατυπώσει τη στρατηγική του σε ένα κυβερνητικό πρόγραμμα. Όπως υποστηρίζει, η παρακαταθήκη του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η εφαρμογή του μνημονίου αλλά η υπέρβαση των μνημονίων.
Ερωτηθείς εάν είναι ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ του 3% με αυτόν του 33%, απαντά ότι δεν είναι ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ του 2004 με αυτόν του 2015, ούτε εκείνος με τον ΣΥΡΙΖΑ– Προοδευτική Συμμαχία του 2020, γιατί τα κόμματα αντικατοπτρίζουν τη βάση των ψηφοφόρων τους, όχι μόνο των μελών τους. «Όποιος πιστεύει, λοιπόν, ότι οι επιπλέον σχεδόν 1,5 με 2 εκατομμύρια άνθρωποι ήταν όλοι αριστεροί της ριζοσπαστικής Αριστεράς, μάλλον κάνει λάθος», σχολιάζει. «Ο ΣΥΡΙΖΑ– Προοδευτική Συμμαχία, λοιπόν, σήμερα, είτε μας αρέσει είτε όχι, καταλαμβάνει ηγεμονικά το πολιτικό φάσμα από τα αριστερά ως το κέντρο. Την πολιτική γεωγραφία δηλαδή της λεγόμενης δημοκρατικής παράταξης», επισημαίνει. Προσθέτει ότι ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ σε μαζικό κόμμα είναι«μονόδρομος» και μία συνεχής διαδικασία, σημειώνοντας πως το συνέδριο «μάλλον αφετηρία θα είναι για έναν ΣΥΡΙΖΑ πιο μαζικό, πιο λαϊκό και κοινωνικά ριζωμένο, παρά λήξη».
Κληθείς να σχολιάσει εάν τον ανησυχεί η θεωρία, κατά την οποία η ΝΔ θα είναι ένα μεγάλο ηγεμονεύον κόμμα και ο ΣΥΡΙΖΑ γύρω στο 25%, υπογραμμίζει ότι αυτή θα μπορούσε να λειτουργήσει αν ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία αποδεχόταν τον ρόλο τού «συστημικού παρτενέρ της Δεξιάς», «όπως ακριβώς έκανε το ΠΑΣΟΚ μετά την εποχή Σημίτη» και σειρά σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων με πιο χαρακτηριστικό το SPD.
Εξηγεί ότι εδώ, όμως, είναι δύο παρατάξεις που δεν μοιάζουν καθόλου μεταξύ τους. Από τη μία, περιγράφει μία «Δεξιά βαθύτατα συστημική» που «έχει ενσωματώσει το ακραίο κέντρο σε ένα ακραία νεοφιλελεύθερο οικονομικό σχέδιο, αλλά ταυτόχρονα και τους ακραίους δεξιούς του ΛΑΟΣ…». Από την άλλη, «μία Αριστερά που δεν συμβιβάζεται σε ρόλο διαχειριστή και αναζητά έναν εναλλακτικό κυβερνητικό δρόμο προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας, χωρίς δογματισμούς και αγκυλώσεις». Ο κ. Τσίπρας αναφέρει ότι η προοδευτική και δημοκρατική παράταξη στην Ελλάδα ήταν, είναι και θα είναι πλειοψηφικό ρεύμα εντός της ελληνικής κοινωνίας και πως το χρέος του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία είναι να την εκφράσει ώστε να αποτυπωθεί εκλογικά.
Στο ερώτημα κατά πόσο αυτό είναι εφικτό απαντά ότι χαράσσει τους πολιτικούς στόχους του όχι βάσει δημοσκοπήσεων αλλά με βάση αυτό που καταλαβαίνει ως ανάγκη της κοινωνίας και αυτή είναι, όπως λέει, μία προοδευτική κυβέρνηση που θα προωθήσει σχέδιο ριζικών μεταρρυθμίσεων για περισσότερη δημοκρατία και δικαιοσύνη, αναδιάταξη των παραγωγικών δυνατοτήτων με επίκεντρο τις δυνάμεις της παραγωγής, της εργασίας και της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. «Θα διεκδικήσουμε την πλειοψηφία για να βγάλουμε τη χώρα από το τέλμα, στο οποίο την έβαλε ήδη η κυβέρνηση Μητσοτάκη», τονίζει.
Μιλώντας για το κόμμα, επισημαίνει ότι οι τάσεις ως ρεύματα ιδεών είναι καλοδεχούμενες, όμως «οι ομάδες διανομής της εσωκομματικής εξουσίας είναι κάτι ξεπερασμένο και αποκρουστικό». Υποστηρίζει ότι για να έχει νόημα και περιεχόμενο η συζήτηση για την αναγκαιότητα εμβάθυνσης της δημοκρατίας και στήριξης των δικαιωμάτων των μελών, «πρέπει να συμβαδίζει με την εκχώρηση δικαιώματος λήψης κρίσιμων αποφάσεων μετά από πλατύ και ουσιαστικό διάλογο, στη βάση του κόμματος», στο οποίο μπορεί να βοηθήσει η τεχνολογία. Αλλιώς, σχολιάζει, «μένει κενό γράμμα και εύκολα παρερμηνεύεται ως δικαίωμα σε μηχανισμούς και όχι στα μέλη».
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει πως το τελευταίο που τον απασχολεί είναι το πώς θα εκλεγεί, όμως τον απασχολεί «να βρούμε το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας εκείνο, που θα βαθύνει τη δημοκρατία και θα δίνει νόημα και αξία στα μέλη του κόμματος, χωρίς όμως να οδηγηθούμε στις ευτελιστικές διαδικασίες που είδαμε σε άλλα κόμματα». «Στη πορεία προς το Συνέδριο θα τα κουβεντιάσουμε όλα αυτά και εκεί θα πάρουμε τις συλλογικές μας αποφάσεις», προσθέτει.
Όπως υπογραμμίζει, η ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής «έχει υποπέσει σε σειρά από στρατηγικά ατοπήματα» και «σήμερα φαίνεται να επιθυμεί να είναι πρώτα αντι-ΣΥΡΙΖΑ και μετά όλα τα υπόλοιπα». Συμπληρώνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να ακούσει και να συνομιλήσει με τα εκατομμύρια πολιτών που έχουν το όραμα για μία σύγχρονη, δημοκρατική, ευρωπαϊκή και προοδευτική Ελλάδα «και να διαμορφώσουμε μια ευρύτατη πλειοψηφία που θα πάει τον τόπο σε προοδευτική κατεύθυνση». «Αν η ηγεσία του ΚΙΝΑΛ ενδιαφέρεται, επίσης, γι’ αυτό, θα έχει -φαντάζομαι- και άλλες ευκαιρίες στο μέλλον να το αποδείξει», αναφέρει.
Ο κ. Τσίπρας δηλώνει, μεταξύ άλλων, πως είναι «εξωφρενικό να έχει πληρώσει ο Έλληνας φορολογούμενος τρεις φορές τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών και το ελληνικό κράτος να μην έχει τον έλεγχο καμίας εκ των τεσσάρων συστημικών τραπεζών».
Σημειώνει πως ο ίδιος, «σε αντίθεση με τον κ. Μητσοτάκη», έχει αποδείξει ότι δεν βάζει τα εθνικά θέματα στη φαρέτρα της εσωτερικής πολιτικής σκοπιμότητας, όμως δεν θα ανεχτεί εκκλήσεις περί ενότητας και εθνικής ομοψυχίας από τον πρωθυπουργό «την ώρα που διχάζει με τον πιο ανήθικο τρόπο τους τους πολίτες, βυθίζοντας τη χώρα στον βούρκο της σκανδαλολογίας, βασισμένης σε πρακτόρικες υποκλοπές, παράνομες καταγραφές και λασπολογία». «Εσείς πιστεύετε ότι όλα αυτά έγιναν εν αγνοία του;», «κάποιος τα συνέλεξε, κάποιος τα αξιολόγησε και αποφάσισε τον χρόνο που θα τα έριχνε στη δημοσιότητα», απαντά στο ερώτημα εάν θεωρεί ότι ο πρωθυπουργός είναι πίσω από τις κασέτες Μιωνή, τους διαλόγους για το Μάτι και μιλά για «παρακράτος».
Ερωτηθείς εάν θεωρεί πως ο πρωθυπουργός θα πάει σε προανακριτικές και εξεταστικές για στελέχη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, απαντά ότι «μπορεί να το κάνει κι αυτό το λάθος», ότι δεν θα είναι το καλύτερο για την πολιτική ζωή «αλλά θα είναι ένας τρόπος να καταρρεύσουν οι σκευωρίες και οι λασπολόγοι». Θεωρεί, ωστόσο, ότι η επιλογή του κ. Μητσοτάκη είναι «η στρατηγική της σπίλωσης και της συκοφαντίας των πολιτικών του αντιπάλων…» και «να κρύψουν τις συνέπειες της αποτυχίας τους στην οικονομία αλλά και το όργιο εξυπηρέτησης, φίλων και υποστηρικτών με δημόσιο χρήμα». «Δεν υπάρχει καμία προσωπική επίθεση εναντίον της συζύγου του κ. Μητσοτάκη. Τα πολιτικά ερωτήματα εκείνης της περιόδου αφορούσαν το πόθεν έσχες του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης», σημειώνει. «Εμείς πολιτική δεν κάνουμε δολοφονώντας χαρακτήρες», αντίθετα, «ο μηχανισμός των media που σήμερα λιβανίζει τον κ. Μητσοτάκη στοχοποιούσε υπουργούς και βουλευτές με ψέματα, ύβρεις και λάσπη», επισημαίνει ο κ. Τσίπρας.