Ήταν ένα αυγουστιάτικο ζεστό μεσημέρι όταν η πτήση της Ολυμπιακής αεροπορίας 545 με αεροσκάφος τύπου Shorts 330-200 και ονομασία Isle of Milos ετοιμαζόταν να απογειωθεί από τη Θεσσαλονίκη με προορισμό την Κω. Ενδιάμεσος σταθμός η Σάμος. Το ρολόι έδειχνε 15:15 όταν έμπαινε στον αεροδιάδρομο του “Μακεδονία” για να φύγει. Το πρόγραμμα έλεγε ότι στις 17:30 το απόγευμα θα προσγειωνόταν στη Σάμο. Ημέρα Πέμπτη και ήδη στο νησί της Σάμου αλλά και στα υπόλοιπα νησιά του ανατολικού Αιγαίου υπήρχαν Έλληνες και ξένου τουρίστες που απολάμβαναν τις διακοπές τους.
Ένα τέταρτο πριν από τις πέντε το απόγευμα το αεροσκάφος χάθηκε από τα ραντάρ. Ήταν η τελευταία φορά που έδινε “σημεία ζωής”. Ήταν το αεροσκάφος που οδήγησε στο θάνατο 34 ανθρώπους ανάμεσά τους ένα μικρό παιδί. Έχουν περάσει ακριβώς 31 χρόνια από την αεροπορική τραγωδία που την Ελλάδα να παγώσει. Όπως αναφέρει η mixanitouxronou ένας λάθος χειρισμός του πιλότου στοίχισε τη ζωή των επιβατών, αλλά και των τριών μελών του πληρώματος. Πιλότος ήταν ο 43χρονος Παναγιώτης Μουτζουρέας και συγκυβερνήτης ο Γεώργιος Ηλιάδης. Αρχικά πολλοί έκαναν υποθέσεις ότι κάποιο μηχανικό πρόβλημα του αεροπλάνου οδήγησε στην πτώση.
Όμως, όπως αποφάνθηκαν αργότερα οι εμπειρογνώμονες το δυστύχημα προκλήθηκε από λάθος χειρισμό. Το αεροπλάνο πετούσε επικίνδυνα χαμηλά. Η προσέγγιση στο αεροδρόμιο θα έπρεπε να γίνει στα 6.000 πόδια και όχι στα 3.000 που πετούσε το «Isle of Milos». Πιθανότατα ένα κενό αέρος κοντά στην κορυφή της Κέρκης επηρέασε την πτήση με αποτέλεσμα να πετάξει χαμηλότερα και τελικά να προσκρούσει στο βουνό. Η κορυφή του βουνού ήταν στα 1420 μέτρα, ενώ το αεροσκάφος προσέκρουσε σε υψόμετρο 1370 μέτρων. Αυτό σήμαινε ότι αν βρισκόταν 50 μέτρα πιο ψηλά, η σύγκρουση με τις απόκρημνες πλευρές του όρους Κέρκη θα είχε αποφευχθεί.
Το αεροπλάνο είχε κοπεί στα δυο. Το ένα από τα δυο μέρη ήταν ακόμη μέσα στις φλόγες όταν το εντόπισαν οι διασώστες. Παρόλο που ήταν καλοκαίρι, στον ουρανό υπήρχε πολύ ομίχλη. Έξι λεπτά πριν από την πρόσκρουση, κατά την τελευταία επαφή του πληρώματος με τον πύργο ελέγχου, ο κυβερνήτης ανακοίνωσε ότι «είχε πάρει όλα τα στοιχεία για τον καιρό που επικρατούσε στο αεροδρόμιο και έκανε προσέγγιση όψεως στον διάδρομο 09». Ο Μουτζουρέας αποφάσισε να μην ακολουθήσει τους κανόνες πτήσεως δι’ οργάνων, όπως έπρεπε σε συνθήκες ομίχλης και επιχείρησε να κάνει την προσγείωση του αεροσκάφους «εξ όψεως» κατά την επίσημη ορολογία, δηλαδή με οπτική επαφή.
Χωρίς να περιμένει οδηγίες από τον πύργο ελέγχου, χειριζόταν το πηδάλιο με μοναδικά βοηθήματα το ραντάρ του αεροπλάνου και τα όργανα ύψους και αποκλίσεων από τη νοητή γραμμή του διαδρόμου προσγείωσης. Επέλεξε να περάσει πάνω από το βουνό αντί να παρακάμψει το βουνό, κάνοντας έναν μικρό κύκλο. Όμως, δεν βγήκε εκτός πορείας. Ο πιλότος γνώριζε τη διαδρομή, καθώς μερικές ώρες πριν είχε κάνει απογείωση από το αεροδρόμιο της Σάμου με το ίδιο αεροσκάφος.
Ήξερε τις απαιτήσεις και τις δυσκολίες της πτήσης. Ωστόσο, εμπιστεύτηκε το ένστικτό του. Ο Τύπος της εποχής απέδωσε το δυστύχημα στην «υπερβολική αυτοπεποίθηση» του πιλότου. Ο πιλότος ήταν 43 ετών και πατέρας δύο παιδιών. Είχε μεγάλη εμπειρία, καθώς είχε στο ενεργητικό του 5000 πτήσεις στον αέρα. Τα συντρίμμια του μοιραίου αεροσκάφους βρέθηκαν σχεδόν οκτώ ώρες μετά την πρόσκρουση. Αργότερα, έγινε γνωστό ότι λίγα δευτερόλεπτα πριν από το δυστύχημα ο πιλότος είχε εκπέμψει σήμα κινδύνου, το οποίο έλαβε ένας γαλλικός δορυφόρος. Πιθανότατα είδε την κορυφή του βουνού την τελευταία στιγμή, όταν πια δεν μπορούσε να αποφύγει το μοιραίο.
Ο πρώτος που αντιλήφθηκε την πρόσκρουση ήταν ένας βοσκός της περιοχής, ο Σταύρος Πίτας. Ενημέρωσε αμέσως τις αρχές και ξεκίνησαν οι διαδικασίες για τον εντοπισμό του αεροσκάφους. Βρέθηκε οκτώ ώρες μετά το δυστύχημα. Το συνεργείο διάσωσης, που περιελάμβανε περίπου εκατό άτομα του στρατού, των ΕΚΑΜ, της δασικής υπηρεσίας και της αστυνομίας ξεκίνησε τις έρευνες. Όμως, το θέαμα που αντίκρισαν ήταν ανατριχιαστικό. Το αεροπλάνο είχε κοπεί στα δυο. Το ένα από τα δυο μέρη ήταν ακόμη μέσα στις φλόγες. «Λιωμένα σίδερα, διαμελισμένα κορμιά, άμορφες ανθρώπινες μάζες, ρούχα γεμάτα αίματα πεταμένα από ανοιχτές βαλίτσες κρέμονταν από τα βράχια σε μεγάλη απόσταση γύρω από το αεροσκάφος», έγραφε η εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ.
Το θέαμα που αντίκρισαν οι διασώστες ήταν ανατριχιαστικό «Καθώς με την ανατολή του ηλίου άρχισε να διαλύεται η ομίχλη και διακρίναμε ένα ένα τα ανθρώπινα ευρήματα, νιώθαμε απαρηγόρητοι», είχε δηλώσει ένας γιατρός που συμμετείχε στην ομάδα διάσωσης. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εποχής, τις επόμενες μέρες οι διασώστες άναψαν φωτιές, ώστε με τον καπνό να αντιμετωπίσουν τη δυσοσμία. Ο θάνατος των επιβατών ήταν ακαριαίος. Οι μοναδικοί που ήταν σε θέση να αναγνωριστούν ήταν δυο ενήλικες και ένα μικρό παιδί, το οποίο ταξίδευε με τους γονείς του στην Κω για να βαπτιστεί.
Ο σπαραγμός των συγκλονισμένων συγγενών Συγγενείς και φίλοι πήγαιναν στα γραφεία της Ολυμπιακής στη Θεσσαλονίκη και ζητούσαν πληροφορίες για τους δικούς τους, με κραυγές, κλάματα, κατάρες και απειλές. Η αστυνομία της Σάμου συγκέντρωσε σε μια αίθουσα του νοσοκομείου όλα τα προσωπικά αντικείμενα των θυμάτων, ώστε να δοθούν στους συγγενείς. Οι τίτλοι των εφημερίδων ήταν ανατριχιαστικοί. «Τραγωδία. 34 νεκροί από την πτώση του «Νήσος Μήλος», «Κρανίου τόπος η βουνοκορφή», «Σκηνές αλλοφροσύνης στο νοσοκομείο της Σάμου. Αδύνατη η αναγνώριση των θυμάτων», «Κλάματα, κραυγές και κατάρες». Το αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο CNN ανέφερε ότι το δυστύχημα προκλήθηκε από «επιπολαιότητα υπό την επιεικέστερη μορφή της»…