Ο υπουργός Αμυνας Χαράλαμπος Πετρίδης μίλησε για έναν δύσκολο διπλωματικό αγώνα από πλευράς Κυπριακής Δημοκρατίας σε όλα τα επίπεδα, εξαιτίας της επιθετικής και απαράδεκτης συμπεριφοράς της Τουρκίας.
Πιο συγκεκριμένα, ο κος Πετρίδης ανέφερε, κατά τον χαιρετισμό του στην τελετή ορκωμοσίας των Νεοσυλλέκτων της 2020 ΕΣΣΟ, ότι θα πρέπει να αισθάνονται περήφανοι γιατί έδωσαν την ιερή υπόσχεση πως θα υπερασπιστούν την ελευθερία και την ασφάλεια της χώρας μας. «Μπορούμε να ατενίζουμε το μέλλον με πίστη και ελπίδα. Με το χαμηλό ποσοστό φυγοστρατίας της τάξης του 3,5%, το οποίο αποτελεί ένα από τα χαμηλότερα στην ιστορία της Εθνικής Φρουράς, στέλνετε ένα ηχηρό μήνυμα πίστης και αφοσίωσης προς το καθήκον, μήνυμα πίστης και αφοσίωσης στην πατρίδα».
«Παράλληλα, δίνετε και σε εμάς δύναμη και ταυτόχρονα την υποχρέωση να εφαρμόζουμε ριζικές αλλαγές στο στράτευμα σε θέματα που χρονολογούνται. Ταυτόχρονα, αποτελείτε την πηγή από όπου αντλούμε τη δύναμη να συνεχίσουμε το δύσκολο διπλωματικό αγώνα που διεξάγουμε ως Κυπριακή Δημοκρατία σε όλα τα επίπεδα, όπου η Τουρκία με την επιθετική της, απαράδεκτη συμπεριφορά εισβάλλει στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Τέλος, απηύθυνε κάλεσμα προς όλους να συνεχίσουν με τον ίδιο ζήλο και ενδιαφέρον τη στρατιωτική τους θητεία με στόχο να ολοκληρωθεί με επιτυχία η στρατιωτική και επιχειρησιακή τους εκπαίδευση ενώ ευχήθηκε μια καλή και παραγωγική τετράμηνη θητεία.
Και οι ΗΠΑ ενοχλημένες με τις κινήσεις της Τουρκίας
Πάντως, πολλές είναι οι χώρες, πέρα της Ελλάδας και της Κύπρου, που έχουν ενοχληθεί από τη στάση και τις πράξεις της Τουρκίας, με αποτέλεσμα να εξετάζουν την επιβολή κυρώσεων. Για παράδειγμα, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο δήλωσε την Πέμπτη 30 Ιουλίου, ότι η Ουάσινγκτον εξακολουθεί να εξετάζει το πώς θα απαντήσει στην αγορά του ρωσικού αμυντικού πυραυλικού συστήματος S-400 από την Τουρκία.
«Εξακολουθούμε να μελετάμε πώς να εφαρμόσουμε κυρώσεις προκειμένου να επιτύχουμε τον τελικό στόχο μας», απάντησε ο επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ σε ερώτηση που του έθεσε ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Μπομπ Μενέντεζ, κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας.