Είναι γνωστό ότι το φαγητό αεροπλάνου δεν είναι πάντα ό,τι καλύτερο μπορείτε να δοκιμάσετε, εκτός αν είστε αρκετά τυχεροί και ταξιδεύετε στην πρώτη θέση. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;
Σύμφωνα με σχετικό video που δημοσιεύτηκε στο κανάλι SciShow, η άνοστη γεύση του φαγητού δεν είναι ουσιαστικά αποτέλεσμα κακής εκτέλεσης των συνταγών από τα catering. Για την ακρίβεια, ο τρόπος που οι γευστικοί μας κάλυκες αντιλαμβάνονται το φαγητό επηρεάζεται από μερικούς σημαντικούς παράγοντες όπως η υγρασία, η χαμηλή εσωτερική πίεση, η αίσθηση της όσφρησης ακόμα και η ακοή, που φυσικά μειώνονται κατά τη διάρκεια της πτήσης. Αυτοί είναι παράγοντες τους οποίους οι επαγγελματίες που προετοιμάζουν τα γεύματα των πτήσεων λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψη αφενός, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα αφετέρου αφού στις περισσότερες περιπτώσεις το γεύμα είναι κάτι χειρότερο από απλά βαρετό και το μόνο που μπορεί να σε κάνει να ξεχάσεις τη δυσάρεστη εμπειρία είναι το χαμογελαστό προσωπικό που θα σου προσφέρει κάτι να πιεις συνοδεία συσκευασμένου μπισκότου καθώς και η θέα από ψηλά αν κάθεσαι δίπλα στο παράθυρο.
Ποιοι είναι οι παράγοντες
Πιο συγκεκριμένα, τα χαμηλά επίπεδα υγρασίας στην καμπίνα του αεροπλάνου συνδυαστικά με τη χαμηλή πίεση προκαλούν ξηροστομία, κάτι που σημαίνει ότι η έκκριση σάλιου είναι λιγότερη από τη φυσιολογική, κάτι που με τη σειρά του μπορεί να μειώσει την ευαισθησία των γευστικών καλύκων σε ποσοστό μέχρι και 30%. Επίσης, ο θόρυβος θεωρείται ότι είναι ένας ακόμα παράγοντας που επηρεάζει αρνητικά την αντίληψη της γεύσης λόγω ενός συγκεκριμένου νεύρου που εκτείνεται από το μπροστινό τμήμα των γευστικών καλύκων και καταλήγει στο αυτί. Σύμφωνα επίσης με σχετικές έρευνες δεν επηρεάζονται όλες οι γεύσεις με τον ίδιο τρόπο.
Σίγουρα τα αλμυρά και τα γλυκά γεύματα δεν έχουν την ίδια ένταση όπως λ.χ αυτή της ντομάτας που επιβάτες την έχουν χαρακτηρίσει πιο δροσερή και φρουτένια από αυτή που έχει όταν βρίσκονται στο έδαφος. Αυτό λοιπόν οδήγησε τους επιστήμονες στο συμπέρασμα ότι το umami σε υψηλό υψόμετρο γίνεται πιο έντονα αντιληπτό γι’ αυτό και ένας χυμός ντομάτας ή ένα Bloody Mary έχουν καλύτερη γεύση εν ώρα πτήσης.
Σε πτήσεις συγκεκριμένης αεροπορικής εταιρείας μάλιστα τις δεκαετίες ΄50-60 οι επιβαίνοντες της πρώτης θέσης είχαν στη διάθεσή τους ακόμα και σομελιέ ενώ η γευστική γκάμα του ομολογουμένως εξαιρετικά πληθωρικού μενού περιλάμβανε εκλεκτές λιχουδιές όπως λ.χ. αστακό, χαβιάρι, αλλαντικά που κόβονταν επί τόπου στο διάδρομο μπροστά στους επιβάτες κ.ά ενώ η σαμπάνια έρεε άφθονη. Αυτό όμως με τα χρόνια άλλαξε λόγω οικονομικών συγκυριών αλλά και του ότι προφανώς δεν ήταν τελικά και τόσο πρακτικό.
Ποια είναι η διαφορά στην ποιότητα των τροφίμων
Σήμερα λοιπόν τα γεύματα προπαρασκευάζονται σε ειδικές εγκαταστάσεις με τόνους υλικών να χρησιμοποιούνται στην παραγωγή χιλιάδων μερίδων φαγητού ημερησίως. Τα λαχανικά ψήνονται σε πλάκες μήκους 1.5 μέτρου τα οποία στη συνέχεια καρυκεύουν. Τα μπαχαρικά, ο βαθμός της έντασής τους και οι συνταγές προσαρμόζεται στη λογική των γευστικών προτιμήσεων του εκάστοτε προορισμού (εξωτικού, ευρωπαϊκού κ.λ.π). Για τα πουλερικά και το κρέας χρησιμοποιούν διαφορετικές πλάκες ενώ ετοιμάζονται επίσης και γεύματα προσωπικού. Στη συνέχεια, οι μαγειρεμένες τροφές διατηρούνται σε ειδικά ψυγεία ενώ το αμέσως επόμενο βήμα είναι η τοποθέτησή τους σε ειδικά σκεύη.
Τα μενού αλλάζουν ανά διαστήματα όχι με αποκλειστική πρωτοβουλία των σεφ αλλά σε συνεννόηση με εκπροσώπους των αεροπορικών εταιρειών στους οποίους παρουσιάζουν μια σειρά από προτεινόμενα πιάτα προκειμένου να καταλήξουν στις τελικές επιλογές. Τα γεύματα της πρώτης θέσης σχεδιάζονται προφανώς με περισσότερη λεπτομέρεια συγκριτικά με αυτά της οικονομικής. Επίσης, είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι σε αρκετές εταιρείες, ο πιλότος και ο συγκυβερνήτης τρώνε διαφορετικά γεύματα προκειμένου να αποφευχθεί το παραμικρό ενδεχόμενο επιρροής και των δύο (και συνεπώς και της πτήσης) από διατροφικούς παράγοντες.