Το καλοκαίρι είναι για τα καλά εδώ αλλά οι περισσότεροι εργαζόμενοι δεν έχουν ξεκινήσει ακόμα την άδειά τους. Η επιδημία του κορωνοϊού και η συνακόλουθη αναστάτωση στη λειτουργία των επιχειρήσεων έχουν επιφέρει αλλαγές στους αρχικούς προγραμματισμούς εργαζόμενων και εργοδοτών, αλλά πλέον οι άδειες είναι προ των πυλών και καλό είναι να γνωρίζουμε τι ισχύει.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΓΣΕΕ και το ρεπορτάζ του Flash. gf oι μισοί τουλάχιστον από τους μισθωτούς μιας επιχείρησης θα πρέπει να πάρουν καλοκαιρινή άδεια στο χρονικό διάστημα από 1η Μαΐου έως 30 Σεπτεμβρίου ενώ όλοι οι δικαιούχοι αδειών λαμβάνουν υποχρεωτικά επίδομα αδείας.
Πότε και για πόσο χορηγείται η άδεια
Ο χρόνος χορηγήσεως των αδειών καθορίζεται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ μισθωτών και εργοδότη. Ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να χορηγήσει εντός του ημερολογιακού έτους την άδεια που δικαιούται ο εργαζόμενος, έπειτα από αίτησή του και εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της αίτησης. Διαφορετικά, ο εργοδότης πρέπει να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας, προσαυξημένες κατά 100%, καθώς και το επίδομα αδείας (χωρίς ποσοστό προσαύξησης). Επίσης, υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια οπωσδήποτε πριν τη λήξη του ημερολογιακού έτους, έστω και αν δεν του την ζήτησε ο μισθωτός.
Σε κάθε περίπτωση οι μισές από τις δικαιούμενες ημέρες αδείας πρέπει να χορηγούνται μέσα στο χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου έως την 30ή Σεπτεμβρίου του ημερολογιακού έτους. Πέραν των συνήθων αποδοχών ο μισθωτός δικαιούται και επίδομα αδείας, το οποίο φτάνει μέχρι τον μισό μισθό (για όσους αμείβονται με μισθό) ή μέχρι τα 13 ημερομίσθια (για όσους αμείβονται με ημερομίσθιο).
Κατά τη διάρκεια της άδειας απαγορεύεται η απασχόληση των μισθωτών και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας για οποιονδήποτε λόγο. Η απόλυση που πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της άδειας θεωρείται άκυρη. Κάθε εργαζόμενος δικαιούται άδεια από τον 1ο μήνα απασχόλησής του στην ίδια επιχείρηση.
Υπολογισμός άδειας
Οι ημέρες της δικαιούμενης άδειας υπολογίζονται ως εξής: Από την έναρξη της σύμβασης εργασίας και μέχρι τη συμπλήρωση 12 μηνών συνεχούς απασχόλησης (εντός, δηλαδή, του 1ου ημερολογιακού έτους) στην επιχείρηση, ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές, κατ’ αναλογία με τον χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια επιχείρηση.
Ο τρόπος χορήγησης της άδειας
Η άδεια μπορεί να χορηγηθεί τμηματικά. Η άδεια για το πρώτο ημερολογιακό έτος χορηγείται σε τμήματα. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, να χορηγήσει σε αυτόν την αναλογία της κανονικής του άδειας. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τμηματικά την άδειά του με αποδοχές, που αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στο έτος αυτό. Η αναλογία υπολογίζεται και πάλι με βάση της 20 ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο ή τις 24 ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο.
Στη διάρκεια του έτους αυτού και στο σημείο που συμπληρώνει 12 μήνες εργασία, η άδεια αυξάνεται κατά 1 εργάσιμη ημέρα. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του δεύτερου ημερολογιακού έτους, να του χορηγήσει αναλογικώς ή ολόκληρη την άδεια που φθάνει μέχρι τις 21 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο, και τις 25 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο.
Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος, καθώς και τα επόμενα ο μισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την άδειά του σε κάθε χρονικό σημείο του έτους αυτού. Η άδεια αυτή θα φθάσει τις 22 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο ή τις 26 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο, εάν έχουν συμπληρωθεί 2 έτη απασχόλησης μέσα στο τρίτο ημερολογιακό έτος. Οι μισθωτοί με προϋπηρεσία τουλάχιστον 10 έτη στον ίδιο εργοδότη ή 12 έτη σε οποιοδήποτε εργοδότη δικαιούνται 25 εργάσιμες ημέρες άδειας, για όσους είναι με πενθήμερο, ή 30 εργάσιμες ημέρες άδειας, για όσους είναι με εξαήμερο με αποδοχές (ΕΓΣΣΕ 2000-2001, άρθρο 6). Επίσης οι μισθωτοί, από 1η-1-2008, μετά τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας δικαιούνται 1 εργάσιμη ημέρα παραπάνω, δηλαδή 26 ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο και 31 ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο (ΕΓΣΣΕ 2008-2009, άρθρο 3).
Σύμφωνα με το Ν.4093/12 και τη διευκρινιστική εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας η διαδικασία χορήγησης αδείας γίνεται ως εξής:
α) Είναι επιτρεπτή από τον εργοδότη η κατάτμηση του χρόνου αδείας εξαιτίας ιδιαίτερα σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης που προκύπτει στο πλαίσιο της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης. Η κατάτμηση μπορεί να γίνει σε δύο περιόδους εντός του αυτού ημερολογιακού έτους. Η πρώτη περίοδος της άδειας που χορηγείται με αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 6 εργάσιμων ημερών επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και των 5 εργάσιμων ημερών επί πενθημέρου ή 12 εργάσιμων ημερών εάν πρόκειται για ανήλικο εργαζόμενο.
β) Επιτρέπεται η κατάτμηση του χρόνου αδείας και σε περισσότερες των δύο περιόδων. Η διαδικασία αυτή, η οποία προβλέπει έγγραφη αίτηση του εργαζομένου προς τον εργοδότη, θα πρέπει να περιλαμβάνει τη χορήγηση ενιαίου τμήματος αδείας 10 εργασίμων ημερών επί πενθημέρου ή 12 εργάσιμων ημερών επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας ή 12 εργασίμων ημερών, εάν πρόκειται για ανήλικο εργαζόμενο. Η παραπάνω διαδικασία υπάγεται στις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας για την άδεια, οι οποίες προβλέπουν τη χορήγηση αδείας ή τμήματος αδείας από τον εργοδότη στον εργαζόμενο μετά από συνεννόηση των δυο μερών (άρ. 4 του ΑΝ 539/45 όπως ισχύει).