Συγκλονισμένη από την απόφαση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να μετατρέψει σε τζαμί την Αγιά Σοφιά εμφανίστηκε η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ.
«Αν ακούσω ότι τα ψηφιδωτά έχουν δακρύσει δεν θα εκπλαγώ, ούτε για ποιο λόγο χτυπούν οι καμπάνες» δήλωσε χαρακτηριστικά, σε δήλωσή της στην ΕΡΤ για να προσθέσει: «χτυπούν για τη χριστιανοσύνη». Η διακεκριμένη ιστορικός εξέφρασε την άποψη ότι η εξέλιξη αυτή καταδεικνύει τη βαρβαρότητα του γειτονικού μας λαού. Όπως σημείωσε, αυτή είναι η δεύτερη Άλωση της Πόλης.
Επικαλέστηκε δε μαρτυρία Τούρκου δημοσιογράφου ο οποίος υπογράμμισε ότι οι επέτειοι μνήμης για την Άλωση της Πόλης καταδεικνύουν ότι όλα αυτά δεν ανήκουν στο τουρκικό λαό και πρέπει κάποια στιγμή να επιστραφούν. «Όταν ένας λαός έχει ανάγκη από τέτοιους συμβολισμούς για να διατηρήσει τη συνοχή του, απέχει πολύ από τα ευρωπαϊκά δεδομένα» κατέληξε η κυρία Αρβελέρ.
Συγκλονισμένη η Ελληνίδα βυζαντινολόγος ιστορικός
Η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ είναι Ελληνίδα βυζαντινολόγος ιστορικός. Υπήρξε η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης το 1967 και η πρώτη γυναίκα πρύτανης του Πανεπιστημίου της Σορβόννης στην 700 χρόνων ιστορία του, το 1976. Ακόμη, είναι Πρέσβειρα Καλής Θελήσεως στη UNICEF. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 29 Αυγούστου 1926. Πατέρας της ήταν ο Νίκος Γλύκατζης, έμπορος και επιστάτης των κτημάτων της οικογενείας της μητέρας της Καλλιρόης, το γένος Ψαλτίδη, η οποία προερχόταν από πλούσια οικογένεια της Προύσας.
Στην Κατοχή εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και ήταν ήταν η υπεύθυνη μαθητριών του Παγκρατίου υπό την καθοδήγηση του Χρήστου Πασαλάρη. Κατά τα Δεκεμβριανά ακολούθησε τον ΕΛΑΣ Αθηνών στην υποχώρηση του από την Αττική, και επέστρεψε στον Βύρωνα μετά την Συμφωνία της Βάρκιζας. Την περίοδο του 1950, ενώ ήταν φοιτήτρια του πανεπιστημίου εργάστηκε στο κύκλο της βασίλισσας Φρειδερίκης. Αποφοίτησε από την Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά την αποφοίτησή της εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών. Μετακόμισε στο Παρίσι το 1953 για να συνεχίσει τις σπουδές της. Δύο χρόνια μετά την άφιξή της, διορίσθηκε στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας (CNRS) και το 1964 έγινε διευθύντρια σπουδών του Κέντρου και το 1967 καθηγήτρια στη Σορβόννη.