Ο πρόεδρος της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων του Συμβουλίου της Ομοσπονδίας (άνω βουλή) Κονσταντίν Κόσατσεφ, εξέφρασε την λύπη του για την απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης να χρησιμοποιηθεί ο Ναός της Αγίας Σοφίας ως τζαμί, επισημαίνοντας ότι μια τέτοια απόφαση μπορεί να προκαλέσει εξαιρετικά αρνητικές αντιδράσεις σε όλο τον χριστιανικό κόσμο. Ο ίδιος επισήμανε ότι στην περίπτωση αυτή δεν είναι αποδεκτό το σκεπτικό ότι η τύχη των αρχιτεκτονικών μνημείων αποτελεί αυστηρά εσωτερική υπόθεση μιας χώρας.
Οι δηλώσεις Κόσατσεφ
Ο Κόσατσεφ υποστήριξε πως δεν βλέπει στην απόφαση αυτή κάποια επιδίωξη της Τουρκίας να προκαλέσει έξωθεν δυνάμεις, εκτιμώντας ότι υπερτερούν στην περίπτωση αυτή ζητήματα εσωτερικής πολιτικής. «Δεν θα έβλεπα στην περίπτωση αυτή μια άμεση επιδίωξη (του προέδρου της Τουρκίας Ταγίπ) Ερντογάν να προβεί σε κάποια πρόκληση προς έξωθεν δυνάμεις, ακόμη και παρά τις ήδη συνεχείς προστριβές με την Ελλάδα στο εν λόγω ζήτημα: κάθε φορά, όταν στην Αγία Σοφία διάβαζαν αποσπάσματα από το Κοράνι, το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας αντιδρούσε. Υπερτερούν εδώ παρόλα αυτά θέματα εσωτερικής πολιτικής», εκτιμά ο Κόσατσεφ.
Κατά την άποψη του ο Ερντογάν προσπαθεί να κερδίζει πόντους στους οπαδούς της ισλαμικοποίησης της Τουρκίας «παίρνοντας ακόμη και την πρωτοβουλία από τους πιο συντηρητικούς του αντιπάλους». «Δεν σταματούν και οι συζητήσεις για πρόωρες βουλευτικές εκλογές, στις οποίες η αλλαγή του καθεστώτος της Αγίας Σοφίας επίσης μπορεί να εξυπηρετεί τις κυβερνητικές δυνάμεις.
Όλα αυτά είναι ερμηνείες, αλλά σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούν ότι από εδώ και στο εξής θα χάσει το ουδέτερο στάτους του μουσείου ένα μοναδικό ιστορικό μνημείο, που διατηρεί και χριστιανικά και μουσουλμανικά στοιχεία διακόσμησης, το οποίο επί πολλά χρόνια υπήρξε σύμβολο διαθρησκευτικής ειρήνης και όχι μόνο μέσα στην ίδια την Τουρκία».
«Και πιστεύω ότι η Άγκυρα πρέπει να φαίνεται τώρα στα μάτια όλου του κόσμου ως ο παραβάτης της διαθρησκευτικής ισορροπίας και θα χάσει το κύρος της ως ένας σημαντικός περιφερειακός παράγοντας. Είναι πολύ λυπηρό ότι συνέβη αυτό», κατέληξε ο Κόσατσεφ.