«Ο τέως πρωθυπουργός έχει την ηθική υποχρέωση να τοποθετηθεί ρητά» στην υπόθεση Καλογρίτσα, δήλωσε ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης, σε συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό Mega, υπογραμμίζοντας, συγχρόνως, ότι αν ο ίδιος έπαιρνε μία πολιτική πρωτοβουλία ερήμην ή εν αγνοία του νυν πρωθυπουργού, τότε «ο δρόμος θα ήταν απλώς η απόλυση». Στην ίδια συνέντευξη, ο υπουργός ξεκαθαρίζει για τη χρηματοδότηση από το Κοινοτικό Ταμείο Ανάκαμψης: «Δεν μπορούμε να έχουμε τέτοιου τύπου υποχρεώσεις που θα προσιδιάζουν σε ένα νέο μνημόνιο».
Αναλυτικά, στην πρώτη ερώτηση, για την υπόθεση Καλογρίτσα κ.λπ., ο υπουργός Επικρατείας απάντησε πως είναι «προφανές» το γεγονός ότι «βρισκόμαστε αυτήν τη στιγμή στο μέσο μίας σειράς από αποκαλύψεις, για τις οποίες ακόμη δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, μόνο πολιτικές εικασίες μπορούν να υπάρξουν για το ζήτημα αυτό. Διαφαίνεται ότι υπήρξε μία διασύνδεση μεταξύ πολιτικής και επιχειρηματικής τάξης», κατηγορώντας την προηγούμενη διακυβέρνηση για «διάχυτο πολιτικό νεοπλουτισμό», ενώ όπως φάνηκε -συμπλήρωσε- έγινε μα συντονισμένη επιχείρηση, ώστε «οι βραχίονες της εξουσίας να ελεγχθούν». Ενώ ανατρέχοντας στον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες -κάτι που, σύμφωνα με τον υπουργό Επικρατείας, «είναι παρεπόμενο της ίδιας της δημοκρατίας»- εκεί «επιχειρήθηκε στην πραγματικότητα μία απόλυτη χειραγώγηση, (υπήρξε) συντονισμένη προσπάθεια περιορισμού των αδειών, αρχικώς μιλούσαμε για τέσσερις άδειες, πράγμα που ήταν εντελώς αντίθετο σε κάθε ψηφιακή εξέλιξη, κόντρα στο τεχνολογικό ρεύμα». Επιπλέον, «υπήρξε ένας πλειοδοτικός διαγωνισμός της ενημέρωσης, πράγμα το οποίο είναι αντίθετο σε οποιαδήποτε λογική. Είναι σημαντικό, σωστό, για μένα, να διαλευκανθεί η υπόθεση», ανέφερε ο κ. Γεραπετρίτης.
«Νομίζω ότι η δικαιοσύνη θα ασχοληθεί με το ζήτημα και έχω την αίσθηση ότι υπάρχουν επαρκή στοιχεία, έτσι ώστε να ξεκινήσει μία έρευνα, η οποία θα καταδείξει αν έγιναν πράγματι όσα καταγγέλλονται. Υπάρχει όμως και ένα πολύ μεγάλο πολιτικό ζήτημα, κυρίως έχει να κάνει με το ότι οι θεσμοί υπολειτούργησαν κατά τη διάρκεια της προηγούμενης διακυβέρνησης. Υπήρξε μία διάθεση χειραγώγησης των θεσμών», σημείωσε και επέμεινε: «Από τη στιγμή που υπάρχει αυτού του τύπου η αλληλεπίδραση μεταξύ κορυφαίων υπουργών και επιχειρηματιών, καλό είναι να διαλευκανθούν τα πράγματα. Ο τέως πρωθυπουργός έχει την ηθική υποχρέωση να τοποθετηθεί ρητά για το ζήτημα αυτό».
Απαντήσεις στην κοινωνία
Στο ερώτημα, δε, εάν κατά την εκτίμησή του γνώριζε ο πρώην πρωθυπουργός όσα συνέβαιναν, ο υπουργός Επικρατείας απάντησε: «Εγώ, που είμαι χωροταξικά και πολιτικά πολύ κοντά στον πρωθυπουργό, εικάζω ότι τις δικές μου ενέργειες τις γνωρίζει καθημερινά ο πρωθυπουργός. Αν συνέβαινε να αναλάβω εγώ μία πολιτική πρωτοβουλία ερήμην ή εν αγνοία του πρωθυπουργού, τότε ο δρόμος θα ήταν απλώς η απόλυση. Οπότε αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι υπάρχει ένα σοβαρότατο ηθικό ζήτημα, να τοποθετείσαι, όταν ένα πολύ κοντινό σου στέλεχος βρίσκεται εν τω μέσω μίας τέτοιου τύπου πολιτικής κρίσης. Σε κάθε περίπτωση, οφείλονται απαντήσεις απέναντι στην κοινωνία, όπως και η κοινωνία οφείλει να είναι σε δημοκρατική εγρήγορση -κι αυτό ισχύει για κάθε κυβέρνηση- έτσι ώστε οποιαδήποτε απόπειρα αλλοίωσης των θεσμών να βρίσκει σύσσωμη την κοινωνία απέναντι».
Στο επόμενο θέμα, αυτό της λίστας των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης που συμμετείχαν στην καμπάνια για τον κορονοϊό, ο κ. Γεραπετρίτης ήταν κατηγορηματικός. «Οπωσδήποτε θα αναρτηθεί ο κατάλογος αυτός», απάντησε αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι «υπήρξε μία σημαντική καθυστέρηση εκ του γεγονότος ότι ήταν γραφειοκρατικά δύσκολο να μπορέσουν να γίνουν οι εκταμιεύσεις των ποσών αυτών, επειδή επρόκειτο για μία πολύ ευρείας κλίμακας διαφημιστική καμπάνια. Θέλω να είσθε σε απόλυτη εγρήγορση από σήμερα».
Δεν είναι πρώτη προτεραιότητα ο ανασχηματισμός
Στην ερώτηση που διαρκώς επανέρχεται, αυτή του ανασχηματισμού, ο υπουργός τόνισε πως για την κυβέρνηση «δεν είναι καθόλου η πρώτη μας προτεραιότητα, έχουμε ένα πολιτικό “βουνό” να ανέβουμε», δηλαδή τα καθημερινά ζητήματα που έχουν να κάνουν με την οικονομία, την εργασία, τα εξωτερικά και την εθνική άμυνα, ως εκ τούτου «είναι πολιτική πολυτέλεια να συζητάς για τον ανασχηματισμό». Εξάλλου, «πρόκειται για μία προνομία του πρωθυπουργού που, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει, θα έλθει κάποια στιγμή», πρόσθεσε. Σε κάθε περίπτωση, όμως, «μία κυβέρνηση, η οποία κατά γενική ομολογία έχει πάει καλά, δεν πρόκειται να έχει δομικό μετασχηματισμό. Θα γίνουν προφανώς κάποιες διορθώσεις, αφού το έχει πει ο πρωθυπουργός, οι διορθώσεις αυτές θα είναι πρωτίστως με το βλέμμα στην επόμενη μέρα, να μπορέσουμε με γρήγορα αντανακλαστικά να δούμε τις ανάγκες που θα προκύψουν, και σε σχέση με τα οικονομικά και με τα εργασιακά και τα επιχειρησιακά». Και κατέληξε επαναλαμβάνοντας την προσωπική του θέση ότι «όταν βρίσκεσαι εν τω μέσω μιας κρίσης, εκεί δεν προβαίνεις σε αλλαγές. Όταν υπάρξει απόλυτη ησυχία, ο πρωθυπουργός θα αξιολογήσει τα δεδομένα», επισήμανε.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τέθηκε και το δημοψήφισμα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ: «Το 2015, η αξιωματική αντιπολίτευση προέβη σε απόλυτη χειραγώγηση των θεσμών χρησιμοποιώντας το Σύνταγμα, ώστε να αποκομίσει πολιτικά οφέλη. Το εντελώς άσκοπο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου του 2015 και οι εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 για την πολιτική εκκαθάριση των εσωκομματικών αντιπάλων ήταν χειραγωγήσεις των θεσμών», υποστήριξε.
Η αντίληψη, δε, ότι «όταν μία κυβέρνηση είναι στα πάνω της πηγαίνει σε εκλογές είναι μία πολιτική αντίληψη εντελώς ξεπερασμένη και αντι-θεσμική. Το κρίσιμο δεν είναι να κεφαλαιοποιείς πολιτικά όταν έχεις πετύχει στη διακυβέρνηση του τόπου. Το πολιτικό μας κεφάλαιο θα το επενδύσουμε και θα το αναλώσουμε εκεί που πρέπει: Δηλαδή στις μεταρρυθμίσεις. Αν πρόκειται να χάσουμε μέρος του πολιτικού μας κεφαλαίου θα το κάνουμε για ριζικές τομές, οι οποίες δεν έχουν υπάρξει στην Ελλάδα και μπορεί να έχουν και ένα πολιτικό κόστος», διαβεβαίωσε.
Στις ερωτήσεις για την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση, ο κ. Γεραπετρίτης απάντησε ότι «μέχρι σήμερα, σε γενικές γραμμές, έχει υπάρξει εργασιακή συνοχή, τα μέτρα στόχευαν σε ένα και μόνο, τη διατήρηση του εργασιακού δυναμικού. Από τώρα θα πρέπει να ξεκινήσει η αξιολόγηση νέων, πιο έξυπνων μέτρων, να πάμε σε μία λογική επιδότησης της εργασίας». Και, αποκαλύπτοντας ότι είναι «υπό επεξεργασία ένα μεγάλο μενού», υπογράμμισε την κυβερνητική υποχρέωση «να δώσουμε τα εργαλεία εκείνα για να παραμείνουν όρθιες οι επιχειρήσεις».
Για την κοινοτική χρηματοδότηση και σε συνέχεια των μηνυμάτων του πρωθυπουργού στη συνέντευξή του στους Financial Times, εισαγωγικά παρατήρησε ότι «αυτήν τη στιγμή υπάρχει μία συζήτηση που -δυστυχώς- διχάζει την Ευρωπαϊκή Ένωση, βρισκόμαστε σε πολύ σημαντικό σταυροδρόμι της ευρωπαϊκής οικογένειας, όπου είτε θα πάμε σε μεγαλύτερη εμβάθυνση και αλληλεγγύη είτε σε ακόμη μεγαλύτερες φυγόκεντρες δυνάμεις, όπως συνέβη με το Ηνωμένο Βασίλειο. Έχω την πεποίθηση ότι θα υπάρξει σύνεση στο θέμα».
«Εκείνο το οποίο ανέφερε ο πρωθυπουργός -και στην προσπάθεια αυτή είχε επιδείξει σε ευρωπαϊκό επίπεδο ηγετικά χαρακτηριστικά- (είναι ότι) δεν μπορούν οι όροι αυτοί να συνδεθούν με αιρεσιμότητα, δηλαδή δεν μπορούμε να έχουμε τέτοιου τύπου υποχρεώσεις που θα προσιδιάζουν σε ένα νέο μνημόνιο. Σε κάθε περίπτωση, τα χρήματα της ΕΕ ελέγχονται, και μάλιστα πολύ αυστηρά. Εκείνο το οποίο δεν μπορούμε να δεχθούμε και θεωρούμε ότι θα αλλοιώσει τον χαρακτήρα της ταμειακής αυτής επιδότησης είναι να υπάρξουν αιρεσιμότητες, οι οποίες θα συνδέσουν την όποια επιδότηση με μέτρα διαρθρωτικά ή νέα δημοσιονομικά μέτρα για τα κράτη», διεμήνυσε ο υπουργός Επικρατείας.
Πολύπλευρη πίεση για την Αγία Σοφία
Τέλος, στο θέμα που έχει ανακύψει με την Αγία Σοφία, ο κ. Γεραπετρίτης σημείωσε πως «η ελληνική κυβέρνηση έχει δηλώσει με τον πιο περίτρανο τρόπο ότι αυτό (σ.σ. αλλαγή χρήσης) θα συνιστά προσβολή όχι απλώς της ίδιας της πολιτιστικής παράδοσης του μνημείου αλλά και προσβολή που έχει να κάνει με τα εθνικά, θρησκευτικά χαρακτηριστικά, με την ελευθερία, εν τέλει, των ανθρώπων». Ήδη, όμως, «χτίζουμε τα διπλωματικά ερείσματα ανά τον κόσμο, έτσι ώστε πέρα και πάνω από τη δικαστική απόφαση, η οποία -εν τέλει- είναι πολιτική απόφαση, (…) κάνουμε μία διάχυτη κινητοποίηση ενός πολύ ευρέος φάσματος πολιτικών και διπλωματών, έτσι ώστε να υπάρξει πολύπλευρη πίεση για να μην υπάρξει αυτός ο μετασχηματισμός. Σε κάθε περίπτωση έχουμε κι από μόνοι μας οργανώσει τις διπλωματικές μας άμυνες», τόνισε διατυπώνοντας την ελπίδα του ότι «δεν θα υπάρξει, εν τέλει, μία τέτοια πράξη η οποία ουσιαστικά θα στρέφεται κατά της οικουμενικότητας του μνημείου».