Έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τότε που ξεκινώντας από την “διπλωματία των σεισμών”, εγκαινιάστηκε η πολιτική της ελληνοτουρκικής φιλίας. Ο Θουκιδίδης, ο Μακιαβέλη, ο Βέμπερ, ο Μοργκεντάου, και όλη η ρελιστική σχολή των διεθνών σχέσεων ξεχάστηκαν ή παραμερίστηκαν για να επικρατήσει η καινοφανείς σχολή του win-win στην προσέγγιση των διακρατικών διαφορών και της οικονομικής διπλωματίας, απότοκης της παγκοσμιοποίησης.
Ένα ισχυρό λόμπυ συμφερόντων που ξεκινούσε από τον τότε υπουργό Εξωτερικών και περιελάμβανε, επιχειρηματίες αλλά και τους απαραίτητους ισχυρούς παράγοντες διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, θέλησαν να πείσουν τον ελληνικό λαό ότι “ο προαιώνιος εχθρός, η Τουρκία, έχει κι αυτή τα δίκια της, οπότε ίσως θα πρέπει να αφήσουμε κι εμείς κατά μέρος τον δικό μας εθνικισμό, να δούμε τον γείτονα αλλά και τις μεταξύ μας διαφορές με άλλο μάτι, με διάθεση λελογισμένων υποχωρήσεων για επωφελείς συμβιβασμούς”.
Φυσικά είτε πριν είτε μετά είτε κατά την διάρκεια της παγκοσμιοποίησης, των παιχνίδι των διεθνών και διακρατικών σχέσεων δεν έπαψε ποτέ να είναι παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, γιατί πολύ απλά η φύση των ανθρώπων και των ανθρώπινων κοινωνιών δεν άλλαξε επειδή δύο υπουργοί Εξωτερικών θέλησαν να χορέψουν μαζί ζειμπέκικο.
Ειρήσθω εν παρόδω, έχει ενδιαφέρον τι έγιναν τα ισχυρά μέσα ενημέρωσης και οι παράγοντες της δημοσιογραφίας, που τότε όχι απλώς κάλυπταν όπως όφειλαν δημοσιογραφικά την πολιτική της ελληνοτουρκικής φιλίας, αλλά την στήριζαν και πρωτοστατούσαν ώστε να αποκτήσει ερείσματα σε μία δύσπιστη κοινή γνώμη που λόγω λαϊκής σοφίας γνώριζαν το πολύ απλό “ο Τούρκος δεν αλλάζει”. Ίσως θα ήταν προς γνώση και συμμόρφωση να αντιληφθούν τα όρια τους.
Την πολιτική της ελληνοτουρκικής φιλίας την έφθασε στα άκρα της ο Κώστας Σημίτης με την διαδικασία επίλυσης των διαφορών, μετά το Ελσίνκι και σε συνδυασμό με την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας. Δεν την ολοκλήρωσε γιατί φοβήθηκε ακόμη και στην αποδρομή του το πολιτικό κόστος. Την αναίρεσε, ως προς το τελικό της στάδιο της επίλυσης των διαφορών στη Χάγη και ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος είχε διαφορετική αντίληψη των ελληνοτουρκικών, προσπαθώντας να συμβιβάσει τα πορίσματα της ρεαλιστικής σχολής στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης και της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας.
Σε κάθε περίπτωση θεωρούσε ότι η Ελλάδα αν κερδίσει χρόνο μπορεί να βελτιώσει τις συνθήκες και τους όρους μίας τελικής διαπραγμάτευσης. Μόνο που δεν έκανε τίποτε για να ενισχύσει ουσιαστικά την χώρα. Αντίθετα, δημιούργησε τις προυποθέσεις της χρεωκοπίας έξι μήνες μετά την βιαστική αποχώρησή του από την εξουσία.
Η επόμενη δεκαετία ήταν η δεκαετία της χρεωκοπίας, όπου το βασικό δόγμα ήταν εκείνο της ελληνοτουρκικής προσέγγισης και της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών με αμοιβαία επωφελής υποχωρήσεις. Φυσικά η Τουρκία δεν κάνει καμία υποχώρηση και σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε τώρα. Η Ελλάδα είναι ενώπιον ενός οδυνηρού συμβιβασμού πριν ή μετά από ένα περιορισμένης κλίμακας θερμό επεισόδιο.
Η επίκληση του διεθνούς δικαίου και της φιλειρηνικής πολιτικής της χώρας δεν μπορεί να λειτουργήσει ούτε σαν φύλο συκής για το κυρίαρχο σύστημα που δεν προετοίμασε την χώρα. Ήδη διαμορφώνονται δύο στρατόπεδα μεταξύ των ειδικών, των πολιτικών, αλλά δυστυχώς και του ελληνικού λαού που διχάζεται, υποχώρηση στις αξιώσεις της Τουρκίας ή σύγκρουση με μεγάλο κόστος.